Εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους γιατί ο πόλεμος και οι διώξεις καραδοκούσαν. Αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς πραγματοποιώντας ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ταξίδι, στην πορεία του οποίου έχασαν δικούς τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά αναζητώντας την ασφάλεια και την ηρεμία.
Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη, γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο πως οι άνθρωποι που μεταναστεύουν βιώνουν όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Στη χώρα μας αυτή τη στιγμή ζουν περί τους 60.000 πρόσφυγες και μετανάστες, ανάμεσά τους και χιλιάδες παιδιά, πολλά εκ των οποίων πέρασαν τα ελληνικά σύνορα ολομόναχα. Οι περισσότεροι κάνουν όνειρα για μια κανονική και με ασφάλεια ζωή στην Ελλάδα. Οπως ο Aμπντο και ο Χαμίντ, που άφησαν τη χώρα τους το 2015, όντας ανήλικοι.
Εμεινε μονος. Οταν έφτασε στη Μυτιλήνη, ο Χαμίντ ήταν 15 ετών. Μόνος του έφυγε από το Αφγανιστάν για την Ευρώπη. Οι γονείς του μαζί με τα αδέρφια του είχαν φύγει έναν χρόνο νωρίτερα. «Ο πατέρας μου εργαζόταν ως οδηγός στην Καμπούλ. Μια μέρα μετέφερε στο όχημα τέσσερις αστυνομικούς. Ξαφνικά πετάχτηκαν μπροστά τους Ταλιμπάν και άρχισαν να πυροβολούν. Οι αστυνομικοί έπεσαν νεκροί. Ο πατέρας μου ευτυχώς σώθηκε» λέει ο 18χρονος σήμερα Χαμίντ. Οταν ο πατέρας του πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει η οικογένεια τη χώρα, υπό τον φόβο των Ταλιμπάν, ο ίδιος ο Χαμίντ δεν βρισκόταν στην Καμπούλ όπου έμεναν μόνιμα, καθώς εκείνο το διάστημα είχε πάει να επισκεφθεί το χωριό του, στην περιφέρεια Μαϊντάν Βαρντάκ.
«Ολα έγιναν ξαφνικά. Εμαθα από τη γιαγιά τρεις μέρες αργότερα πως οι γονείς μου μαζί με τα τρία αδέρφια μου είχαν φύγει. Λίγους μήνες αργότερα, κατάφεραν να μου τηλεφωνήσουν. Συνέχιζαν το ταξίδι για την Αυστρία, όπου ζουν πλέον σήμερα. Η απόφαση να φύγω κι εγώ ήταν μονόδρομος».
Από το Αφγανιστάν έφτασε στην Τουρκία κι από κει με μία βάρκα πέρασε στη Μυτιλήνη. «Δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι το ταξίδι αυτό, ιδίως για ένα παιδί. Μπήκαμε σε μια βάρκα περίπου 80 άτομα. Ξεκινήσαμε βράδυ από τη Σμύρνη. Και ξαφνικά άρχισε η βάρκα να μπάζει νερό. Πανικοβληθήκαμε. Με τα χέρια προσπαθούσαμε να το βγάλουμε για να μη βουλιάξουμε. Αυτό κράτησε τουλάχιστον πέντε ώρες, μέχρι που μας βρήκαν οι Αρχές και μας μετέφεραν στο νησί», θυμάται.
Στη Μυτιλήνη έμεινε ευτυχώς μόλις μία μέρα και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σήμερα, φοιτά στο 2ο ΕΠΑΛ στα Εξάρχεια, ακολουθώντας το Τμήμα Νοσηλευτικής. Παρ’ όλο που η οικογένειά του είναι στην Αυστρία, εκείνος βλέπει το μέλλον του στην Ελλάδα. «Εχω ασφάλεια και δουλειά εδώ. Εργάζομαι ως φροντιστής, αλλά και ως διερμηνέας σε έναν ξενώνα ασυνόδευτων ανηλίκων. Κι όταν τελειώσω τη νοσηλευτική, θέλω να δουλέψω ως νοσοκόμος και μάλιστα να πάω στη Μυτιλήνη. Οταν είχα βρεθεί στο νησί, ήμουν άρρωστος, δεν μιλούσα τη γλώσσα, ούτε οι νοσηλευτές μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί μου. Γι’ αυτό θέλω να εργαστώ εκεί, για να βοηθήσω ανθρώπους που βρίσκονται στη θέση όπου είχα βρεθεί κι εγώ».
Σε ηλικία 17 ετών έφυγε από το Χαλέπι επειδή δεν ήθελε και δεν μπορούσε εξαιτίας σοβαρού προβλήματος υγείας να καταταγεί στον στρατό. Τα αδέρφια του Αμπντο είναι στον στρατό, ενώ οι γονείς του είναι αρκετά μεγάλοι σε ηλικία. Οπότε μόνος του ξεκίνησε το ταξίδι προς την Ευρώπη τον Μάρτιο του 2016. Τρεις μέρες έμεινε στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία και από κει άλλες δέκα μέρες στην Τουρκία. Η βάρκα στην οποία επέβαινε έφτασε στη Χίο, όπου έμεινε τελικά έξι μήνες.
«Ηταν ίσως η πιο δύσκολη κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπίσω, πιο δύσκολη και από το ταξίδι. Δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε, δεν είχαμε ούτε φαγητό. Επί 20 ημέρες ζούσα στο λιμάνι, απ’ όπου μας έδιωξε η Αστυνομία για να μας μεταφέρουν σε camp, το οποίο ήταν εντελώς ανοργάνωτο», λέει ο 20χρονος σήμερα Σύρος.
Στη συνέχεια για τρεις μήνες βρέθηκε στη δομή φιλοξενίας στην Ελευσίνα, μέχρι τελικά να μπει σε ξενώνα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν μόνος του. Κι αυτό είναι ίσως και το μοναδικό θέμα που ακόμη και σήμερα ο Αμπντο δεν μπορεί να ξεπεράσει.
«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να είσαι μόνος. Οταν χρειάζεσαι κάτι και ρίχνεις μια ματιά γύρω σου, διαπιστώνεις πως δεν έχεις κανέναν», λέει. Τον Φεβρουάριο πρόκειται να ξεκινήσει τα μαθήματα σε κολέγιο, όπου θα σπουδάσει ηλεκτρονικούς υπολογιστές. «Θέλω να μείνω στην Ελλάδα, αλλά θέλω να ζήσω εκτός Αθηνών. Εχω κάνει ταξίδια και έχω δει όμορφες περιοχές στην Κρήτη, την Ανδρο».
SolidarityNow. «ΤΑ ΝΕΑ» συνάντησαν τον Χαμίντ και τον Αμπντο σε ξενώνα νέων κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας. Ο ξενώνας εντάσσεται στο συνολικό πρόγραμμα στέγασης του SolidarityNow, που υλοποιείται με την υποστήριξη της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και τη χρηματοδότηση της ECHO, ενώ η διαχείρισή του γίνεται σε συνεργασία με τον Σύλλογο Μερίμνης Ανηλίκων και Νέων. Εκεί, στα εννέα δωμάτια φιλοξενούνται σήμερα 25 ενήλικοι, ηλικίας 18 έως 22 ετών, από 12 διαφορετικές χώρες.
«Πρόκειται για παιδιά τα οποία έφτασαν στη χώρα μας ως ασυνόδευτα ανήλικα. Γι’ αυτά τα παιδιά, όταν συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, υπάρχει ένα κενό σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία τους. Αυτός ο ξενώνας έρχεται να καλύψει αυτό το κενό και προσφέρει όχι μόνο στέγαση, αλλά ένα ολιστικό πρόγραμμα, μέσα από το οποίο οι ωφελούμενοι θα πάρουν εφόδια που θα τους χρησιμεύσουν στην κοινωνία» εξηγεί ο κοινωνικός λειτουργός και συντονιστής του ξενώνα Νίκος Ζέρβας.
Στον έναν χρόνο λειτουργίας της δομής έχουν περάσει συνολικά 43 ενήλικοι. «Τους παροτρύνουμε να μάθουν την ελληνική γλώσσα, να αποκτήσουν δεξιότητες ή να μάθουν μια τέχνη που θα τους δώσει τη δυνατότητα να διεκδικήσουν μια θέση εργασίας. Κάποια από τα παιδιά πηγαίνουν στο Διαπολιτισμικό Σχολείο στο Ελληνικό, ενώ άλλα έχουν ήδη ξεκινήσει να εργάζονται part time».