Τσάι και συμπάθεια με τον Κωνσταντίνο Τζούμα. Επέλεξε το κλασικό πράσινο Ερλ Γκρέι. Αυτό με τις αρωματικές νότες από αιθέριο έλαιο περγαμόντου. Το συνόδευσε με κέικ από τσάι μάτσα και μύρτιλλα επειδή – όπως είπε, καθώς το έκοβε σε μικρές μερίδες – ακούγονταν πιο εύηχα από τα φρούτα του δάσους… Αλλωστε δεν έχει σημασία που ο καφές παραχώρησε τη θέση του στις ποικιλίες τσαγιού. Σε κάθε περίπτωση και η τεΐνη ως ουσία διεγείρει τους νευρώνες του εγκεφάλου για την εκκίνηση μιας σειράς από οξυδερκή συμπεράσματα για το πώς ο χρόνος στρέφει το βλέμμα μας στο «διαφορετικά καινούργιο» και «παράξενα ενδιαφέρον».
Μπροστά στο μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού En Lefko o ηθοποιός, συγγραφέας και φυσιογνωμιστής Τζούμας παραδίδει μαθήματα κομψής αποδόμησης και κοινωνικής κριτικής.
«Μπα, δεν είμαι της αποδόμησης. Εσείς με βλέπετε έτσι. Εμένα μου αρέσει να σερφάρω ακόμη και σε έννοιες που δεν υπήρχαν στην εποχή μου. Δεν είμαι μόνος μου σε αυτό το παιχνίδι. Αλλά μαζί με μια κάποια φυλή ανθρώπων που βιώνουμε αυτές τις καταστάσεις. Μετροσέξουαλ, ας πούμε. Δεν είχε τεθεί τέτοιο θέμα στην εποχή μας. Εμείς απλά έτσι ήμασταν. Παρέα με τις τύπισσες, μετά ό,τι προέκυπτε από τη χημεία ή τις επιδόσεις του καθενός. Αλλά παρέα. Φίλοι. Ακόμη και σε πράγματα που εκείνη την εποχή δεν πήγαινε ποτέ άντρας. Οπως τα ψώνια. Κανένας δεν συνόδευε γυναίκα για ψώνια. Εκτός από εκείνους τους συζύγους που ήθελαν να ελέγξουν και την τελευταία δεκάρα του εισοδήματός τους. Εγώ όμως θέλω να βλέπω μια γυναίκα να τα ξοδεύει τα χρήματά της σε λούσα για να δω και το γούστο της. Μα ποιο είναι το απόλυτο γούστο, ειδικά σήμερα; Νιώθω ότι έχω χάσει επεισόδια από το τι θεωρείται γούστο. Μάλλον είμαι παλαιάς κοπής άνθρωπος, ο οποίος δεν καταλαβαίνει τίποτε από τα καινούργια πράγματα, τα οποία έχουν προχωρήσει πάρα πολύ.
Μια φίλη εικαστικός μού εξηγεί ότι τώρα κάνουμε “focus στην ασχήμια”. Αναγνωρίζω βέβαια ότι κάποιος βγαίνει ντυμένος ζαβαρακατρανέμια και φλερτάρει και μεθάει… Μου έλεγε κάποτε το παράπονό του ο συχωρεμένος, μπα ασυγχώρητος, ο Τέρρυ Παπαντίνας, εξαιρετικός κιθαρίστας, ιδιαίτερη φυσιογνωμία που έλεγε στη διάρκεια της δικτατορίας “είμαι με τον Τζέιμς Ντιν και την Γκρέτα Γκάρμπο” και πολύ στυλάτος: “Γνωρίζεις ένα κορίτσι που θα μπορούσε να είναι εξώφυλλο στη μιλανέζικη «Vogue» και πάει το βράδυ στο αμάξι της και ακούει Τερζή”. Ε, αυτό συμβαίνει σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Εχει ενδιαφέρον… Αλλωστε αυτό είναι το ωραίο της περιπλάνησης ανάμεσα στους ανθρώπους».
Η ψιλόλιγνη σιλουέτα του κάθεται άνετα στον πάγκο του καταστήματος με τη διακριτική ατμόσφαιρα, την οποία αποζητούν κάποιοι υποστηρικτές της χαμηλόφωνης επικοινωνίας. Μάλιστα, οι θαμώνες του φαίνεται ότι προσφέρουν στον οικοδεσπότη της εκπομπής «Café Society» το μείγμα εμμονών και καλών τρόπων που ο ίδιος ως πλάνης απολαμβάνει να παρατηρεί. Και με άλλα αποθέματα εμπειριών τα προσθέτει στους ρόλους του στο θέατρο ή στον κινηματογράφο.
«Είναι ωραίο να αποπλανείσαι. Δεν έχω αντίρρηση να με αποπλανούν, άλλωστε αυτή είναι και η ιστορία της ζωής μου. Ημουν έντεκα, εκείνη δώδεκα, έγινε το πρώτο βήμα… Οι γυναίκες είναι πολύ προχωρημένες, δεν χωρά αμφιβολία. Οι άντρες σε γενικές γραμμές τα τελευταία χρόνια, επειδή είναι πολύ με το εγώ τους, έχουν χάσει την μπάλα. Οι γυναίκες σε οποιαδήποτε αφορμή κοινωνικής συναναστροφής διατυπώνουν όμορφες απόψεις. Πολύ γενναιόδωρες, αγκαλιάζουν με τη σκέψη και τον λόγο τους ακόμη και κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Τις βλέπω δηλαδή πώς αντιδρούν σε έναν επαίτη. Η εποχή μας, νομίζω, μας ζητά πολλά πράγματα ταυτόχρονα: να έχουμε ενσυναίσθηση, ευαισθησία, να είμαστε με τα παιδιά τρυφεροί και να τους δίνουμε την κατάλληλη πληροφορία, με τους πρόσφυγες και μετανάστες να είμαστε παρά πολύ διακριτικοί γιατί μπορεί να βρεθούμε σε αυτήν τη θέση. Ή ακόμη κι αν δεν βρεθούμε, πρέπει να είμαστε έτσι κι αλλιώς. Μια σειρά από πράγματα που αν είσαι παιδί κανονικό το οποίο έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια και έχει κάποιες στοιχειώδεις σπουδές, όχι εξαιρετικές, και κυρίως είναι ουμανιστική αυτή η ανατροφή σου, όλα τα παραπάνω εξυπακούονται».
Ο αέρας μυρίζει Χριστούγεννα. Εκείνος τα αποφεύγει επιλέγοντας ένα μέρος όπου η καθαρότητα της φόρμας του περίγυρου βάζει εμπόδια στο εορταστικό κιτς. «Πάντα το ίδιο θα γίνεται και η εκκλησία θα μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Είναι και sold out αυτό το έργο των Χριστουγέννων, δεν μπορείς να ξεφύγεις πουθενά. Θυμάμαι όμως, όταν ζούσα στη Νέα Υόρκη, η Πρωτοχρονιά ως πιο ειδωλολατρική είχε διαφορά γιατί συνοδευόταν από ουσίες, από ξεσαλώματα και κορμιά στη διαπασών κ.λπ. Εδώ ακόμα κυριαρχεί η μελαγχολία της συναισθηματικής και υλικής αφθονίας. Μαζεύονται οι οικογένειες, με τις τρομερές ιστορίες των μελών τους, βουρκώνουν μάτια…
Εβλεπα την ταινία “Κλέφτες καταστημάτων” με μια ομάδα που συγκροτείται σε οικογένεια λόγω επιβίωσης. Τη βρήκα εξαιρετική και αναρωτιόμουν: δεν θα μπορούσε να την είχε κάνει αυτήν την ταινία ο Τσιώλης ή ο Παντελής ο Βούλγαρης; Ενώ διηγούνται υπέροχες ιστορίες, όταν έρθει η στιγμή του σινεμά θυμούνται τον Εμφύλιο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Και τους λες “έλα, ρε παιδιά, γιατί δεν κάνετε τέτοιες ταινίες;”. Σαν το “Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί” του Ετορε Σκόλα, ένα υπέροχο περιθωριακό ιταλικό φιλμ. Η γκροτέσκα ιταλική μεσογειακή πλευρά δεν μας έφθασε εδώ. Ισως ο Πάνος Κούτρας τα έχει καταφέρει και έχει κάνει κάποια πορτρέτα της ατσούμπαλης, χύμα κοινωνίας. Τον εκτιμώ, όπως και την Αννα Μπρούσκου με την ιδιαίτερη σκηνοθεσία της στον “Εξολοθρευτή άγγελο” του Μπουνιουέλ που μετέφερε στο θέατρο στο Φεστιβάλ Αθηνών. Συντόνισε τους αυτοσχεδιασμούς 15 ηθοποιών πάνω στη σκηνή και το ισορρόπησε. Είναι συγκινητικό αυτό να συμβαίνει σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνεργαστούν. Η νέα καλλιτεχνική γενιά έχει καλύτερες ποιότητες πάνω της, έχει χαμηλώσει τους τόνους του εγώ, έχει περισσότερη πληροφορία. Απλά είναι πολλοί πια και λίγες είναι οι περιπτώσεις τους που με αφορούν. Δεν προλαβαίνεις να αφομοιώσεις το καινούργιο. Καλοδεχούμενα όλα, αλλά μην περιμένετε και από εμένα να είμαι πολυεργαλείο, να ανταποκριθώ σε όλα αυτά».
Μιλά για τη σχέση του με το ραδιόφωνο, «ένας αυτοσχεδιασμός συνθέσεων λόγου πάνω σε ό,τι μου λένε το μυαλό και η διάθεσή μου με τη βοήθεια της μουσικής», και με τις διακυμάνσεις της φωνής του εκφράζει ό,τι αποκρύπτουν οι λέξεις της περιγραφής του για την τηλεόραση.
«Εχω μία ως έπιπλο. Μου αρέσει η σκοτεινή οθόνη πάνω από ένα ράφι καλοριφέρ, δίνει συνέχεια. Αυτά τα home cinemas δεν τα υποφέρω. Μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά. Παρέα με αγνώστους μέσα στο σκοτάδι με μεγάλες προσδοκίες από την οθόνη. Θέατρο πηγαίνω πιο αραιά. Ισως επειδή ξέρω τα τερτίπια και το παρασκήνιο. Δεν ξεγελιέσαι εύκολα όταν έχεις μεγαλώσει μέσα σε αυτό. Ο κόσμος βέβαια παρασύρεται από τη θεατρική μαγεία και πηγαίνει να δει θέατρο. Επειδή έχουν μανία με το “ζωντανό”. Σε ακραίες παραστάσεις, καμιά φορά, διακυβεύεται η σωματικότητα του ηθοποιού. “Α”, λέει, “έπεσε στ’ αλήθεια”. “Α, πληγώθηκε πραγματικά”…».
Αναδρομή στο παρελθόν. Τότε που η εποχή της αφθονίας ευνοούσε τις περιπλανήσεις μας σε άλλες πόλεις του κόσμου.
«Σήμερα έχουν μεσολαβήσει διάφοροι Κατρούγκαλοι, διάφοροι άλλοι, και δεν ταξιδεύω συχνά. Ενας λόγος είναι η πτωχοποίηση. Τα χρήματα για δύο – τρία ταξίδια που έκανα άλλοτε μέσα στον χρόνο, τώρα όλα πηγαίνουν στην Εφορία. Το θεωρώ ό,τι πιο αμοράλ υπάρχει. Επειδή ανήκω στη μεσαία τάξη κι έχω υποστεί αυτό το πράγμα, το συζητώ. Είχαμε μάθει να κάνουμε μια δουλειά και η απόλαυση του ταξιδιού προερχόταν από αυτό. Δεν γίνεται τόσα χρόνια να έχεις κάνει τόση δουλειά σε έναν χώρο, να έχεις κατακτήσει κάποια πράγματα και ξαφνικά να έρχεται η “επανάσταση του Μάο” και να σου λέει “αυτά καταργούνται”. Οπως στην ταινία “Αντίο, παλλακίδα μου”. Πόσοι άνθρωποι έχουν χλωμιάσει εξαιτίας αυτής της κατάστασης, έχουν αποτραβηχτεί, έχουν σβήσει και δεν ακούγονται. Δεν τους ενδιαφέρει να συμμετέχουν. Αυτό όμως είναι μια παραίτηση πάρα πολύ ζόρικη».
Ποια είναι η ιδανική μέρα; «Υστερα από τόσες δοκιμασίες, ξενύχτια, πειράματα, ουσίες, κραιπάλες, την Μπελ Επόκ της ερωτικής μας αναρχίας και τόσα άλλα σε ξενοδοχεία στην Εθνική Οδό με κάτι υπέροχες τύπισσες που η μαμά τους έχει καλύτερες αναμνήσεις από αυτές στα νιάτα τους και πάει λέγοντας, διαπραγματεύομαι το τίποτα. Αυτή η καθημερινότητα του τίποτα με απασχολεί και στην εκπομπή μου. Νομίζω ότι το έχει εκφράσει πολύ λιτά και ωραία η (Κατερίνα Αγγελάκη) Ρουκ: “στον ουρανό του τίποτε με ελάχιστα”».