Μοιάζει σαν να κουβαλούν στους μπόγους τους την ίδια την Ιστορία. Που σε πολλές περιπτώσεις προχωράει και εξελίσσεται μέσα από τις πορείες των μεταναστών και των προσφύγων. Καραβάνια ανθρώπων που προχωράνε, που μεταφέρονται, που ταξιδεύουν από τον έναν τόπο στον άλλον εικονογραφούν συχνά τα ιστορικά κεφάλαια. Από την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο μέχρι τον διωγμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία το 1922. Από τα γεμάτα με απόκληρους της Ευρώπης αμπάρια των πλοίων που κατέπλεαν στις ΗΠΑ από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τους εμιγκρέδες της Ρωσικής Επανάστασης. Και από τα φισκαρισμένα από έλληνες εργάτες τρένα που έφευγαν για τη Γερμανία τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέχρι τους πρόσφυγες των σύγχρονων πολέμων και τους μετανάστες της ανέχειας. Ανθρωποι που φεύγουν από τις κοιτίδες του δικού τους πολιτισμού, σπρωγμένοι πάντα από την ανάγκη της επιβίωσης. Ακόμη και όταν αυτή διαδρομή είναι μονόδρομος και συνειδητή απόφαση, όπως λέει στην Εύη Σαλτού ο Χαμίντ, είναι πάντα βασανιστική. Το να κοιτάξεις μπροστά σου προκαλεί ανησυχία, φόβο, απόγνωση. Αλλά και το να κοιτάξεις πίσω, οδύνη.
Καύσιμη ύλη της Ιστορίας αλλά και του πολιτισμού, η μετανάστευση. Για παράδειγμα, η Ελλάδα αναπτύχθηκε σε όλους τους τομείς μετά τον διωγμό του ’22. Τόσο από τους ίδιους τους Μικρασιάτες όσο και από τις ανάγκες που δημιούργησε η εγκατάστασή τους. Για παράδειγμα, η υδροδότηση της Αθήνας επεκτάθηκε προς αντιμετώπιση του Προσφυγικού. Από την άλλη, οι μετανάστες του Ελις Αϊλαντ «έχτισαν» και σφυρηλάτησαν τις σύγχρονες ΗΠΑ.
Και; Μπορεί να παρηγορήσει τον μετανάστη η επίγνωση του ιστορικού του ρόλου όταν «όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα», όπως λένε οι στίχοι του Παπαδόπουλου στο τραγούδι του Λιβανελί; Προς το παρόν αναπολεί ακόμη μια πατρίδα. Και, δεν θα βαρεθώ να το γράφω, κοινή πατρίδα των μεταναστών σε όλες τις εποχές είναι η παντός είδους βία που τους ξερίζωσε από τον τόπο τους.