Στο βιβλίο του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (Αντίποδες, 2018), ο Εντουάρ Λουί περιγράφει αυτοβιογραφούμενος τη δύσκολη εφηβεία ενός νεαρού ομοφυλόφιλου στο περίκλειστο περιβάλλον ενός χωριού της βόρειας Γαλλίας. Ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τη βία του κοινωνικού του περιβάλλοντος, βία που εκφράζεται «με τη φυσικότητα των λαϊκών τάξεων, με την απλότητα που τους αρέσει να γελάνε, να κάνουν την πλάκα τους», προσπαθώντας με οξυδέρκεια και γενναιότητα να κατανοήσει τους ασφυκτικούς υλικούς και συμβολικούς όρους που τη γεννούν, μιας ζωής που κυλά με την αναπόδραστη κυκλικότητα των φυσικών φαινομένων.
Αυτή η απωθημένη Γαλλία βρέθηκε αίφνης στις φαρδιές οσμανικές λεωφόρους του Παρισιού, διαδηλώνοντας, φωνάζοντας, σπάζοντας, σε μια άναρθρη έκρηξη. Η αύξηση του φόρου στα καύσιμα ήταν μόνο η θρυαλλίδα ώστε η ανήμπορη οργή που κοχλάζει «εκεί κάτω» να πάρει σάρκα – κυριολεκτικά, λέει στην «Humanité» ο Εντουάρ Λουί, καθώς απέκτησαν ορατότητα «σώματα εργατών, επισφαλώς εργαζομένων, φτωχών, σώματα σχεδόν αόρατα σε κανονικούς καιρούς, που έχουν καταστραφεί από τον κοινωνικό αποκλεισμό ή τη δουλειά».
Οπως συμβαίνει όλο και συχνότερα στα χρόνια μετά το «τέλος των ιδεολογιών» και την εποχή των συγκροτημένων ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων (σοσιαλδημοκρατικών, συντηρητικών, κομμουνιστικών), το κίνημα δεν έχει μια ευδιάκριτη όψη αλλά πολλές και αντιφατικές. Είναι λαϊκό, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται η ακατέργαστη λαϊκότητα· πολύ πραγματικό για να δαιμονοποιείται υπό την ετικέτα του «λαϊκιστικού» ανορθολογισμού, πολύ τραχύ για να ταιριάζει στα εξιδανικευτικά σχήματα του υποκειμένου μιας νέας επαναστατικής πρωτοπορίας (ή ενός αριστερού «λαϊκισμού»).
Παρότι στην αρχή έμοιαζε να παραπέμπει στον πουζαντισμό, το αντιδραστικό και αντικοινοβουλευτικό κίνημα των μικρομεσαίων Γάλλων στη δεκαετία του 1950, δεν πήρε τέτοια τροπή. Ούτε είναι απλώς «ο Μάης των μικροαστών», όπως το χαρακτήρισε ο Ζακ Ζιλιάρ. Είναι η περιφέρεια που περικυκλώνει (μαοϊκά) το κέντρο, η σύγχρονη μιζέρια της επαρχιακής Γαλλίας που συναντά τα υπόγεια ρεύματα της πρωτεύουσας· οι μικροαστοί αλλά και οι εργάτες, οι πρεκάριοι, οι μπαχαλάκηδες, οι νέοι που όσο διεθνοποιημένοι και μορφωμένοι κι αν είναι εισέρχονται με όλο και χειρότερους όρους στην αγορά εργασίας, και οι μεγαλύτεροι που τους κινητοποιεί ο φόβος μην εκπέσουν από ένα αλλοτινό καθεστώς προστασίας. Δεν είναι ένα κίνημα βγαλμένο από την «ταυτοτική ανασφάλεια» και τον φόβο της μετανάστευσης, αλλά η επιστροφή του κοινωνικού ζητήματος με σκληρά υλικούς όρους. Αν ο Μάης του 1968 ήταν ένα «κοινωνιο-νεανικό 1789» (Εντγκάρ Μορέν) που επισφράγιζε την ορμητική είσοδο της νεολαίας στο προσκήνιο σε μια εποχή αυξημένων προσδοκιών και υλικής ασφάλειας, πενήντα χρόνια αργότερα τα Κίτρινα Γιλέκα είναι το κίνημα-χωρίς-υποκείμενο μιας εποχής ανισοτήτων και ανασφάλειας, συρρικνωμένων οριζόντων, το σημείο στο οποίο συγκλίνουν πολλαπλά χάσματα: το σχίσμα του κέντρου από την περιφέρεια, η απόσταση ανάμεσα στις κοσμοπολιτικές παγκοσμιοποιημένες ελίτ και στη διευρυνόμενη μάζα μιας «πλέμπας» που αναζητά προστατευτισμό, το γενεακό χάσμα. Είναι το αίσθημα ότι δεν μετράς, ότι ζεις σε έναν κόσμο βαθιά άνισο, που προκαλεί μια οργή όπου συνυπάρχουν το επείγον με το φλου, όπως λέει ο Πιερ Ροζανβαλόν – και μια βία απογυμνωμένη, καθώς όλο και περισσότερο απουσιάζουν οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης και αντιπροσώπευσης· η ενδόρρηξη της σοσιαλδημοκρατίας, η παρακμή των συντηρητικών, που αφήνει πολιτικό χώρο σε ριζοσπαστικοποιημένες εκφράσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς (Λεπέν, Μελανσόν).
Ιδού το άλλο αγεφύρωτο χάσμα: με την εξουσία, με το στυλ της προεδρίας Μακρόν. Οχι μόνο επειδή είναι «ο πρόεδρος των πλουσίων», χαρακτηρισμό που τον κέρδισε με τη μείωση του φόρου περιουσίας, του «φόρου των πλουσίων», και άλλες πολιτικές που ευνοούν το 5% του πληθυσμού (όπως έχει τεκμηριώσει το Παρατηρητήριο Οικονομικής Συγκυρίας – OFCE) ή με την εμβληματική μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα, δηλαδή την εκτεταμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας για τους νεότερους-outsiders.
Ο Μακρόν θέλησε να γίνει η ενσάρκωση μιας κραταιάς εξουσίας, μια επιβλητική προεδρική φιγούρα του Διός («Président jupitérien»), που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και επικοινωνεί σπανίως αλλά καταλυτικά και αδιαμεσολάβητα με τον «λαό». Ομως μια τέτοια εξουσία δεν έχει ρίζες, δεν έχει μηχανισμούς διαμεσολάβησης και ανατροφοδοσίας, δεν έχει κόμμα, συνδικάτα και όλα αυτά τα ντεμοντέ πράγματα που το ορμητικό «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» κίνημα En Marche φιλοδόξησε να σαρώσει, χωρίς να υπολογίζει ότι ένας πολύ πραγματικός «λαός», όχι εξιδανικευμένος ούτε μιντιακός, θα ερχόταν στο προσκήνιο. Μέρος του εγχειρήματος της ενσάρκωσης ήταν η αποκατάσταση της αυθεντίας του θεσμού, όπως τότε που ο Μακρόν αντιμετώπισε με αυστηρότητα την αυθάδεια ενός εφήβου που του φώναξε «Τι χαμπάρια, Μανού;». Η αφωνία του τις πρώτες μέρες, η πρωτοφανής αστυνομική παρουσία στο Παρίσι με τη συνδρομή τεθωρακισμένων, κι έπειτα το διάγγελμα στο οποίο ο πρόεδρος με γενναιότητα αναγνώριζε ορισμένες ατυχείς δηλώσεις του και με πατερναλιστική συγκατάβαση ανακοίνωσε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 100 ευρώ, χωρίς καμία δέσμευση να επαναφέρει τον «φόρο πλούτου».
Πολύ λίγο, πολύ αργά, αν το πραγματικό στοίχημα είναι να δοθεί μια πειστική απάντηση στην παρατήρηση του Ζίγκμουντ Μπάουμαν («Η νεωτερικότητα σε κρίση», Υψιλον, 2017) ότι οι ρομαντικές ουτοπίες της εποχής των «trente glorieuses» έδωσαν τη θέση τους σε άγριες ατομικές ουτοπίες και οι γενιές που είχαν μεγαλώσει «με μια συλλογική, επικυρωμένη από την κοινότητα ασφάλεια εναντίον των ατομικών κακοτυχιών» ανέβηκαν με αυτοπεποίθηση στο άρμα ενός ριζικού ατομικισμού – και έσπασαν τα μούτρα τους.
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας (gbalabanidis@hotmail.com). Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά»