Με τους εκπροσώπους μας στο Κοινοβούλιο παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο. Υποχρεωμένοι να διασταυρώνονται και να συγχρωτίζονται σχεδόν καθημερινά στους διαδρόμους και στο καφενείο της Βουλής, στην αίθουσα της Γερουσίας – εκεί συνεδριάζουν συνήθως οι ποικιλώνυμες επιτροπές – και στην αίθουσα της Ολομέλειας, αποκτούν συν τω χρόνω μια βλάσφημη οικειότητα, αντιστρόφως ανάλογη με τη ρητορική τους αμετροέπεια. Για να το κάνω πιο λιανά: εάν πρόκειται να συναντηθείς αύριο, μεθαύριο και παραμεθαύριο με το άτομο εναντίον του οποίου εξαπέλυσες μύδρους προ ολίγου, είναι μάλλον εύλογο να περιμένεις ότι δεν θα φας μια μπουνιά στη μούρη, ούτε καν θα σου κρατάει μούτρα, καθότι και το εν λόγω άτομο θα αναμένει ανάλογη «κατανόηση» εκ μέρους σου, σε περίπτωση που λεκτικά σε στολίσει αντιστοίχως. Αυτός ο εκ πρώτης όψεως θεάρεστος και καλοδεχούμενος πολιτικός πολιτισμός έχει μια σειρά από ανεπιθύμητες παρενέργειες. Κυριότερη; Σου δημιουργεί την αυταπάτη ότι τα λόγια σου δεν έχουν κάποιο ειδικό βάρος, είναι έπεα πτερόεντα, κανέναν δεν μαχαιρώνουν και κανέναν δεν πληγώνουν. Δεν χάθηκε ο κόσμος, βρε αδερφέ, αν πεις και μια κουβέντα παραπάνω.
Παρόμοια αυταπάτη – αλλά σε ανυπολόγιστη πια κλίμακα – δημιουργεί και η αμετροέπειά μας στο Διαδίκτυο. Εν προκειμένω μας προστατεύει ένα αλεξίσφαιρο τζάμι, ενίοτε και διπλό: κατά πάσα πιθανότητα δεν θα βρεθούμε ποτέ ενώπιος ενωπίω με το πρόσωπο που σκυλοβρίζουμε/λοιδορούμε/συκοφαντούμε, χώρια που – εάν χύνουμε τη χολή μας σε ψευδώνυμο λογαριασμό – μπορεί και να διασταυρωνόμαστε τακτικότατα με το «θύμα» μας, δίχως το τελευταίο να παίρνει πρέφα το παραμικρό (πράγμα που μας προσφέρει μια νοσηρά ενισχυμένη ευχαρίστηση). Μέχρι την έλευση των social media δεν διακινδυνεύαμε εύκολα να προτρέψουμε δημοσίως να βιάσουν, να λιντσάρουν ή να ανασκολοπίσουν κάποιον (έχουμε πλέον άπειρες σαδιστικές επιλογές) και αφήναμε κάθε ζοφερή φαντασίωση αυτοδικίας να σιγοβράζει εσαεί στο καζάνι του μυαλού μας. Τώρα αισθανόμαστε πως ο κύριος Ζάκερμπεργκ και μερικοί ακόμη ιδιοφυείς διαχειριστές οργής τοποθέτησαν ένα μεγάφωνο μέσα στο κεφάλι μας· και η πλέον ασήμαντη δυσφορία αντηχεί σαν ουρλιαχτό στο πλανητικό χωριό. Αυτή η μαζική επίδειξη σκατοψυχίας είναι πια τόσο συνηθισμένη – αναπόσπαστο τμήμα μιας αρρωστημένης «κανονικότητας» – ώστε να πέφτουμε τελικά στην ίδια παγίδα με τους βουλευτές μας: να παραμυθιάζουμε τον εαυτό μας ότι τα λόγια μας δεν παράγουν αληθινές συνέπειες.
Η χτεσινή βόμβα στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Σκάι ήρθε να μας αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι κάνουμε λάθος. Οι λέξεις παράγουν αποτελέσματα. Οι λέξεις εκλύουν τοξίνες. Προσέξτε. Δεν ισχυρίζομαι ότι εκείνοι που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας μια τόσο «σοφιστικέ» τρομοκρατική επιχείρηση (με χρήση, πέραν των άλλων, δυσεύρετου εκρηκτικού υλικού σε μεγάλη ποσότητα) δηλητηριάστηκαν από τις τοξίνες που εκλύουν οι λέξεις μας. Στα τοξικά πολιτικά περιβάλλοντα σπανίως συμπίπτουν εκείνοι που δηλητηριάζονται με εκείνους που εκμεταλλεύονται και θησαυρίζουν από τη δηλητηρίαση των πρώτων, τα πρεζόνια του τρόμου με τους διακινητές της πρέζας τους. Εάν με την εμπρηστική ρητορική σου διαχωρίσεις διαχρονικά την «καλή» από την «κακή» βία και στοχοποιήσεις τους πολιτικούς σου αντιπάλους ως «εχθρούς», δεν θα πρέπει έπειτα να μένεις εμβρόντητος επειδή κάποιοι άλλοι – ιδεοληπτικοί τρομοκράτες ή επαγγελματίες προβοκάτορες, αδιάφορο – ερμήνευσαν κυριολεκτικά τα λόγια σου ή, ακόμη πιο κυνικά, τα χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα για να περάσουν ανεμπόδιστα από τις λέξεις στις πράξεις, να μεταμορφώσουν το ψηφιακό αίμα που τρέχει ασταμάτητα από τα πλήκτρα σου σε αίμα πραγματικών ανθρώπων, με μοναδικό τους «αμάρτημα» την πολιτική διαφωνία μαζί σου. Οχι, φίλε μου. Δικές σου είναι οι λέξεις. Δικές σου και οι τοξίνες.