Στις διάφορες δραματουργικές απεικονίσεις της εξουσίας, σάτιρες, κοινωνικά δράματα ή τραγωδίες, υπάρχουν μερικοί στερεοτυπικοί κακοί, επικίνδυνοι με τον τρόπο τους, χαρακτήρες. Ο ανεπαρκής ηγέτης, ο διασκεδαστής του, ο πανέξυπνος και πονηρός αυλικός που υποσκάπτει με τις φαινομενικά καλοπροαίρετες παρατηρήσεις του, ο σφετεριστής του οποίου τα σχέδια αποτυγχάνουν, το φίδι που βάζει λόγια, ο επικίνδυνος χαζός κ.ά. Σκεφτείτε τον Ιζνογκούντ, την τριλογία για τον Ερρίκο ΣΤ’ του Σαίξπηρ, τον Διάδοχο Πρίγκιπα στον τρίτο κύκλο της σειράς «Μαύρη Οχιά» ή το επίσης βρετανικό «Μάλιστα κύριε Υπουργέ» και όλες τις σύγχρονες αμερικανικές σάτιρες όπως το «Veep». Σε όλα τα σχήματα εξουσίας της ελληνικής Μεταπολίτευσης θα μπορούσαμε να βρούμε έμπνευση για ένα τέτοιο σενάριο. Υπήρχαν πάντοτε αυτά τα μείγματα των ικανών, των ανίκανων, των έξυπνων, των χαζών, των δολοπλόκων και των πιστών, αυτών που συνωστίζονται γύρω από όποια εξουσία τούς δεχτεί, των αφελών μορφωμένων και αυτών με τη λαϊκή πονηριά. Οποιος λέει το αντίθετο ψεύδεται ή αυταπατάται.

ΚΩΜΩΔΙΑ. Πρέπει να είναι η πρώτη φορά όμως που το μείγμα είναι τόσο ετεροβαρές και τόσο χειμαρρώδες, που αγαπά τόσο τη δημοσιότητα που του παρέχεται αφειδώς, που η πραγματικότητά μας κατέληξε να θυμίζει κωμωδία παρεξηγήσεων. Αν δεν το ζούσαμε θα αλλάζαμε κάθε μέρα συκώτι από τα γέλια. Δεν έχει νόημα να μένει κανείς στα πρόσωπα διότι δεν είναι προσωπικό. Δεν μας πειράζει συγκεκριμένα και προσωπικά π.χ. που ο κ. Καρανίκας μπορεί να μην έχει τα τυπικά προσόντα για τις θέσεις που έχει αναλάβει τα τρία τελευταία χρόνια, δεν θεωρούμε πρωτοφανές γεγονός το ότι η κ. Νοτοπούλου είχε προσληφθεί σε θέση καθαρίστριας (καταλαμβάνοντας πιθανότατα μια θέση που κάποιος θα είχε ανάγκη για να βιοποριστεί) ώστε να απασχολείται ως κομματικό στέλεχος σε κομματική θέση, δεν θα μας κάνει και εντύπωση αν ο κ. Πετσίτης είχε θεαματική εξέλιξη από σερβιτόρος σε παράγοντα λόγω της φιλίας του με το μισό Μαξίμου – και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και τόσες άλλες περιπτώσεις. Οχι γιατί όλα αυτά είναι καλά και όμορφα αλλά γιατί είναι πολύ πραγματικά. Το πρόβλημα είναι ο βαθμός της εξουσίας που διαμοιράζεται σε ορισμένους ανθρώπους με μοναδικό προσόν την πίστη και, κυρίως, το ύφος και οι συμπεριφορές που ξεδιπλώνουν οι άνθρωποι αυτοί στη δημόσια σφαίρα. Είναι δηλαδή η εξουσία από τη μια κι είναι κι η εξουσιαστική συμπεριφορά από την άλλη. Ετσι, μας πειράζουν τα βρισίδια τους στα social media, η επίδειξη εξουσίας και άγνοιας ταυτόχρονα, το αλαζονικό «ε και;» που αποπνέει η στάση τους απέναντι στα πάντα. Μας πειράζουν γιατί η εξουσία οφείλει, ακόμη κι όταν μας έχει γραμμένους, να προσποιείται ότι την ενδιαφέρει η γνώμη μας. Κι είναι πρόβλημα κυρίως γιατί επειδή η συμπεριφορά αυτή έρχεται πακέτο με μια φοβερή υποκρισία. Οι άνθρωποι αυτοί και αυτοί που τους επέλεξαν και τους συντηρούν είναι γεγονός πως αντιμετωπίζουν πολύ συχνά μια ελιτίστικη και ταξική κριτική. Αμυνόμενοι λοιπόν στην κριτική αυτή υποστηρίζουν, με πολύ θεατράλε τρόπο συνήθως, πως η διαφορά τους με τους αντιπάλους τους είναι πως αυτοί θεωρούν πως ένας σερβιτόρος, μια καθαρίστρια, ένας ακτιβιστής αντιρρησίας συνείδησης πρέπει να μπορούν να εξελιχθούν σε όποιον βαθμό επιθυμούν. Και θα συμφωνούσαμε όλοι μαζί τους αν πολιτεύονταν για να μπορεί να εξελιχθεί ένας οποιοσδήποτε σερβιτόρος που δεν του κλήρωσε η ζωή να έχει πάει σχολείο με υπουργό και να κάνει χαβαλέδες στο Μαξίμου. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση πολιτεύεται με τη συνειδητή ισοπέδωση της μεσαίας τάξης, με διαγενεακή αδικία, με ρεβανσισμό, με ταξική πολιτική και ακραία αδιαφορία απέναντι στα προβλήματα της δημόσιας παιδείας (ως απάντηση μάλιστα στον συντηρητισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, πόση υποκρισία και πάλι), με τον στενό κύκλο των «δικών μας» παντού.

Ο… ΘΥΡΩΡΟΣ. Αυτό που είχε πει ο Κατσιφάρας. Οτι φοράει Αρμάνι και πολιτεύεται για να μπορούν να το φορέσουν όλοι. Ο μακαρίτης βέβαια είχε πει και το «αν δεν ήταν ο Αντρέας, δεν θα μας ήξερε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας», οπότε είναι βέβαιο ότι είχε μεγαλύτερη συναίσθηση από κάποιους άλλους, που νομίζουν ότι ζουν το μεγαλείο ενώ συνιστούν απλώς τη νέα αναλώσιμη λούμπεν νομενκλατούρα μας.