Δεν ήταν κανένας σίγουρος το περασμένο καλοκαίρι για το τι θα προκύψει κατά τη διάρκεια της σεζόν. Ούτε ο ίδιος ο Σωκράτης ήξερε αν η χρονιά που έρχεται θα είναι για τον ίδιο η χρονιά της… εκτόξευσης. Τα περσινά τού φύτεψαν στο μυαλό την αμφιβολία. Την αμφισβήτηση ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του.
Ο Γιώργος Δώνης και ο προπονητής τερματοφυλάκων Παναγιώτης Μαλλιαρίτσης τον πλησίασαν από την πρώτη στιγμή. Τον προσέγγισαν με τον τρόπο που θα ήθελε κάθε αθλητής. «Σωκράτη, εσύ θα είσαι το νούμερο ένα πλέον. Πίστεψε στον εαυτό σου». Η ατάκα μπολιάστηκε μέσα του. Για τα προσόντα του δεν είχε κανείς αμφιβολία. Για την αυτοπεποίθησή του, την εκτίμηση στον εαυτό του, την ψυχολογία του, είχαν πολλοί. Εκεί δούλεψαν. Μα περισσότερο δούλεψε ο ίδιος. Προσπάθησε να σβήσει το γεγονός ότι δύο χρόνια δεν ήταν στο προσκήνιο, να αποβάλει από τη σκέψη του ότι σε όσα ματς χρειάστηκε, δεν είχε ενθουσιάσει. Τον είχαν πειράξει όλα αυτά. Τον είχαν κάνει να σκέφτεται αν μπορεί να βρίσκεται σε μια μεγάλη ομάδα όπως ο Παναθηναϊκός. Και πάλι ο Μαλλιαρίτσης ήρθε για να του δώσει το κίνητρο. Να του… πατήσει τον κάλο. Να του θυμίσει την προοπτική της εθνικής ομάδας. «Στον Παναθηναϊκό θα σε βλέπουν. Θα σε παρακολουθούν συνεχώς. Είναι τεράστιο βήμα ο Παναθηναϊκός».
Γύρω στις αρχές Αυγούστου, άρχισε να νιώθει ότι είναι βασικό γρανάζιγια το νέο πρότζεκτ που χτιζόταν από τον Δώνη. Πείσμωσε και δούλεψε. Δούλεψε τις αδυναμίες του, μα πάνω απ’ όλα δούλεψε την ψυχολογία του, προκειμένου να καθιερωθεί και να μην αφήσει αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Εφτασε σε σημείο να θέλει να βρίσκεται δίπλα στους συμπαίκτες του, ακόμα και όταν οι γιατροί τού έβαζαν απαγορευτικό.
Οι κλωτσιές στο Φάληρο
11 Νοεμβρίου, Φάληρο. Στο ντέρμπι του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό, περίπου στο 50ό λεπτό, σε ένα γύρισμα στη μικρή του περιοχή, ο Νάτχο πέφτει άθελά του με το γόνατο πάνω στο πρόσωπό του. Το χτύπημα είναι βαρύ, όσο και ανατριχιαστικό. Ο Διούδης ξαπλώνει στο έδαφος και συμπαίκτες και αντίπαλοι, γουρλώνουν τα μάτια. Αλλοι τραβούν τα μαλλιά τους, άλλοι καλούν τους γιατρούς, άλλοι στρέφουν το βλέμμα τους αλλού. Κάτι κακό έχει συμβεί.
Ο Διούδης ξαπλωμένος στο χορτάρι και λίγο αργότερα στο αυτοκινητάκι πρώτων βοηθειών, να βγαίνει από το γήπεδο εν μέσω χειροκροτημάτων του κόσμου. Εκεί, πάνω στο αυτοκινητάκι, βρίσκει και πάλι τις αισθήσεις του, αλλά δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Φωνάζει. Ουρλιάζει. Κοιτάζει το γήπεδο και λέει «πού πάμε; Θέλω να παίξω». Προσπαθούν να του εξηγήσουν, αλλά μάταια. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Βρίζει τον προπονητή τερματοφυλάκων, βρίζει τους γιατρούς, κλωτσάει το φορείο, προσπαθεί να σηκωθεί και να τρέξει να υπερασπιστεί την εστία του. Σε μία από τις κλωτσιές βρίσκει στην κοιλιά τον Γιώργο Δώνη, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σκίσιμο. Τον βάζουν στα αποδυτήρια, κοντά του είναι ο Σάββας Θεοδωρίδης που του λέει πως είναι παλικάρι. Πέρασε ώρα μέχρι να καταλάβει πως όλοι οι υπόλοιποι είχαν δίκιο. Οταν πια έφτασε στο νοσοκομείο και έφτυσε, είδε πως βγάζει αίμα. Εκεί αντιλήφθηκε πως το τραύμα του ήταν σοβαρό.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Διούδης βγαίνει απ’ το νοσοκομείο, δειλά δειλά επιστρέφει στο Κορωπί, δειλά δειλά μπαίνει στις προπονήσεις. Το επόμενο παιχνίδι είναι δύο εβδομάδες μετά το ματς στο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι γιατροί είναι κάθετοι. Στο τεχνικό τιμ απαντούν πως δεν μπορεί να αγωνιστεί σε αυτό το ματς. Από ιατρικής πλευράς δεν ήταν έτοιμος.
Οταν το μαθαίνει, ξεσπάει. «Εγώ θέλω να παίξω. Να με βάλετε να παίξω» λέει στους προπονητές του, επιμένοντας πως είναι καλά. Είχε μπει μέσα του η αμφισβήτηση. Φοβόταν πως θα χαθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Εφτασε σε σημείο να παρεξηγηθεί με τους προπονητές λόγω της επιμονής του να αγωνιστεί σε εκείνο το ματς. «Δεν είναι κακό να χάσεις ένα ματς. Δεν θέλουμε να ρισκάρουμε. Παραμένεις ο βασικός μας τερματοφύλακας και στο ματς με τον Αρη θα είσαι στη θέση σου» του επαναλάμβαναν συνεχώς. Ετσι κι έγινε. Επέστρεψε με τον Αρη, έκανε σπουδαία εμφάνιση, έπιασε πέναλτι. Οπως και με τον Ατρόμητο. Εκανε σπουδαία εμφάνιση, έπιασε πέναλτι, σταμάτησε τους αντιπάλους του σε κάθε στιγμή τους…