Ευτυχώς που υπάρχει η καθημερινότητα. Σχολείο, μαθητεία, πείρα, ένας τρομερός συνδυασμός, καθώς το «υλικό» που προσφέρει στον καθένα μας μπορούμε να το επεξεργαζόμαστε μόνοι μας, στο σπίτι, στο μετρό, περπατώντας ή ακόμα κουβεντιάζοντας με τους άλλους. Η ουρά στα ταμεία της ΔΕΗ, στην οδό Αριστείδου, θα πρέπει να είναι το λιγότερο τριάντα μέτρα και η ώρα που θα πρέπει να περιμένει κανείς για να πληρώσει τον λογαριασμό του υπολογίζεται γύρω στα σαράντα πέντε λεπτά. Ορθοστασία σχεδόν για μία ώρα, ώστε με κάθε βήμα που κάνεις να αισθάνεσαι πως πλησιάζεις όχι πια σε ένα ταμείο για να πληρώσεις έναν λογαριασμό, αλλά σε έναν προορισμό ζωής που τον είχες επίμονα μελετήσει και σχεδιάσει.
Βέβαια θα υπάρξει το απρόβλεπτο – όχι και τόσο – περιστατικό που θα δώσει άλλη κατεύθυνση στις σκέψεις σου, όπως πριν από λίγες μέρες που μια ηλικιωμένη γυναίκα, ζωηρή και ευκίνητη, κάνοντας πως προσπαθεί να δει σε ποιο σημείο της ουράς έχει σταθεί ένας γνωστός της, παίρνει θέση «παράνομα» μπροστά από έναν νέο άντρα, γύρω στα σαράντα του χρόνια. Η έκρηξη είναι άμεση, χωρίς καν να προηγηθεί μια σιγαλόφωνη παρατήρηση ότι, για παράδειγμα, δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται, και ο νέος άντρας, σαν να βρέθηκε ξαφνικά στο τέλος της ουράς ενώ ήδη ήταν στο μέσον της, αρχίζει να ωρύεται: «Τέτοιο τέρας αναισθησίας δεν έχω ξανασυναντήσει στη ζωή μου. Πού ακούστηκε με το έτσι θέλω να μπαίνεις μπροστά μου, ύπουλη γυναίκα. Σήκω και φύγε γιατί θα το μετανιώσεις».
Η ίδια η γυναίκα – συνειδητά; ασύνειδα; – σαν να μην την αφορούν οι βρισιές και να σχολιάζει κάτι που συμβαίνει σε έναν άλλον, λέει απευθυνόμενη περισσότερο στους γύρω παρά στον άντρα που τη βρίζει: «Δεν απαντώ ποτέ σε αγενείς ανθρώπους. Πολύ περισσότερο όταν περιμένοντας σε μια ουρά πίνουν καφέ». Η συνέχεια είναι αυτή που θα φανταζόταν όποιος δεν θα είχε ζήσει τη σκηνή αλλά θα του την περιέγραφε κανείς, η ηλικιωμένη δεν μετακινήθηκε ούτε πόντο και ο νέος άντρας, αφού της απηύθυνε κάμποσα ακόμα «κοσμητικά», σιγομουρμουρίζοντάς τα προς το τέλος, σταμάτησε, συνεχίζοντας όμως να πίνει με το καλαμάκι τον καφέ του. Το πιο εντυπωσιακό δεν είναι τόσο μια ατμόσφαιρα που, ενώ διαγραφόταν εκρηκτική, ξεθύμανε σε έναν σιωπηλό συμβιβασμό – έτσι συμβαίνει πάντα στη ζωή, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μιας ουράς οπουδήποτε και αν σχηματίζεται αυτή.
Αυτό που θα έχει να θυμάται κανείς περισσότερο ως αυτόπτης μάρτυρας παρά ως δρων πρόσωπο είναι πώς δυο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους αποφασίζουν με το πρόσχημα μιας μάλλον ταπεινής προτεραιότητας να ανοίξουν τόσο αβυσσαλέους λογαριασμούς ανάμεσά τους, χωρίς την προοπτική οι λογαριασμοί αυτοί κάποτε να συζητηθούν ή και να διευθετηθούν. Φεύγει που φεύγει κανείς με τόσες εκκρεμότητες από τη ζωή, είναι δυνατόν για το τίποτε κυριολεκτικά να τις κάνει ακόμα περισσότερες!