Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα. Με υπερδιπλάσιους παίκτες από το μπάσκετ. Εντεκα εναντίον έντεκα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ένας είναι μία ομάδα μόνος του. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, Πελέ, Κρόιφ, Μαραντόνα. Σήμερα, ο Μέσι, ο Ρονάλντο. Παντού και πάντα, σε κάθε ομάδα, υπάρχει αυτός που ξεχωρίζει. Και στην ομάδα του χωριού, που το Σαββάτο το βράδυ πηγαίνουν στον γάμο, τρώνε, πίνουνε, γλεντάνε και την Κυριακή το πρωί παίζουνε ποδόσφαιρο, υπάρχει ο καλύτερος. Κάπως έτσι φτάνουμε στον ΠΑΟΚ και στον Αλεξάνταρ Πρίγιοβιτς. Και στη Λιβαδειά τη δουλειά του την έκανε. Ούτε κοντρόλ δεν χρειάστηκε να κάνει. Σουτ με τη μία, η μπάλα στο παράθυρο και τέλος. Το πολύ, κάθε φορά, δύο επαφές. Ο σέντερ φορ είναι αυτός που τελειώνει τη δουλειά. Ολη η ομάδα δουλεύει για να φτάσει η μπάλα στην αντίπαλη περιοχή. Ο σέντερ φορ είναι αυτός που θα τη στείλει στα δίχτυα.
Αργός
Γι’ αυτό είναι και ο πλέον ακριβοπληρωμένος. Το γκολ είναι ένστικτο. Δεν διδάσκεται. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Το γκολ δεν έχει καμία σχέση με τα όποια άλλα προσόντα του αθλητή. Τη δεκαετία του ’70 έδρασε ο Γκερτ Μίλερ. Καμία σχέση με τα δίμετρα φορ περιοχής της εποχής. Χωρίς ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, με παραπάνω κιλά, αργός. Μέσα στην περιοχή σκότωνε. Η ευστοχία του εκπληκτική. Τα στατιστικά του εντυπωσιακά. Σε 565 συμμετοχές σε συλλογικό επίπεδο 486 γκολ. Με την εθνική ομάδα 68 γκολ σε 62 παιχνίδια. Ενας ποδοσφαιριστής που μόνο έβαζε γκολ. Δεν έκανε τίποτα άλλο στο παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Το γκολ δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Εξού και τα στατιστικά του Πρίγιοβιτς εντυπωσιάζουν. Τα 51 γκολ σε 84 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις δεν τα λες και λίγα. Μία περίπτωση σέντερ φορ που έχει το γκολ και τίποτα άλλο. Δεν ντριμπλάρει, δεν δίνει ασίστ, δεν είναι ταχύς, δεν έχει αλτικότητα, δεν μαρκάρει. Και τι έγινε; Εχει το γκολ που τα σκεπάζει όλα. Ο Πρίγιοβιτς ή βάζει γκολ ή δεν παίζει. Και τι έγινε; Τα βάζει. Και με το παραπάνω. Ολες αυτές οι αδυναμίες είχαν οδηγήσει πέρυσι τέτοια εποχή τον Ραζβάν Λουτσέσκου στην πατέντα να χρησιμοποιεί στην Τούμπα τον Πρίγιοβιτς και στα εκτός έδρας τον Κουλούρη. Αστεία πράγματα. Λες κι έχουν καμία διαφορά τα παιχνίδια του ΠΑΟΚ με Λεβαδειακό, Απόλλωνα, ΟΦΗ κ.λπ. αν είναι εντός ή εκτός έδρας. Μέχρι που παρενέβη ο πρόεδρος και επανήλθε η κανονικότητα. Πρωταθλητισμός χωρίς σημείο αναφοράς το Νο 9 δεν γίνεται. Ο Ολυμπιακός είχε τον Μήτρογλου. Και στη συνέχεια τον Ιντέγιε. Για να το πάρει ο Παναθηναϊκός επί πολυμετοχικότητας έφερε τον Σισέ. Η ΑΕΚ το πήρε πέρυσι με τον Αραούχο. Ο ΠΑΟΚ θα το πάρει φέτος με τον Πρίγιοβιτς. Με τα νούμερα κάθε φορά να θέλουν διπλή ανάγνωση. Στα 9 γκολ είναι στο πρωτάθλημα ο Πρίγιοβιτς, στα 7 ο Πόνσε. Δεν θα την έλεγες και μεγάλη διαφορά.
Διαφορά
Σε όλα τα μεγάλα ματς της ΑΕΚ όμως ο Αργεντινός ήταν άγραφος. Δεν υπήρχε στο γήπεδο. Ο Σέρβος του ΠΑΟΚ, αντίθετα, βάζει σημαντικά γκολ. Ξεκλειδώνει άμυνες και παιχνίδια. Το ένα γκολ για κάθε 2,8 τελικές τα λέει όλα. Λιγότερες από μία στις τρεις. Με τον Γκερέρο π.χ. να έχει μία στις επτά. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού. Οι Ερυθρόλευκοι με 221 τελικές, έναντι 157 του ΠΑΟΚ, έχουν κερδίσει δέκα λιγότερους βαθμούς. Επειδή οι (πολύ περισσότερες) ευκαιρίες που δημιουργούν δεν έχουν αίσιο τέλος. Αποκορύφωμα το 23-4 στο μεταξύ τους παιχνίδι. Με τις τρεις από τις τέσσερις τελικές του ΠΑΟΚ που εμφανίζονται να είναι πλασματικές. Είναι ο Πρίγιοβιτς ο υπαίτιος γι’ αυτή τη μεγάλη (σε σχέση με την εικόνα των δύο ομάδων) διαφορά; Σε μεγάλο βαθμό ναι. Ο Ολυμπιακός τα κάνει όλα καλύτερα μέχρι την τελική προσπάθεια, αλλά αυτό που μετράει είναι η τελευταία κουβέντα του Πρίγιοβιτς.