Ενα βιβλίο 52 σελίδων για μια ταινία;

Για μια ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι;

Για την πιο δύσκολη, την πιο μυστηριώδη, την πιο απαιτητική, την πιο δυσνόητη ταινία αυτού του μοναδικού ρώσου δημιουργού;

Ενα βιβλίο για το… «Στάλκερ»;

Σήμερα;!!

Από μόνη της, η ιδέα και μόνο μιας τέτοιας έκδοσης εν έτει 2018 έχει κάτι το σουρεαλιστικά αστείο. Ποιος αλήθεια, σήμερα, στην εποχή της αλόγιστης καταβρόχθισης εικόνων από κινητά, ταμπλέτες και οθόνες τηλεοράσεων ή ρολογιών, στην εποχή που οι οπτικοακουστικές πλατφόρμες έχουν εκτοξευτεί στο διάστημα, ποιος αλήθεια μπορεί να ενδιαφέρεται για μια ταινία του 1979 που εκτός από το ότι είναι φτιαγμένη με προδιαγραφές για προβολή αποκλειστικώς σε κινηματογραφική αίθουσα, είναι επίσης μια ταινία όπου τίποτε δεν εξηγείται, όπου όλα υπονοούνται, όπου ενδεχομένως να υπάρχει μια συνομιλία του δημιουργού της με τον Θεό και όπου πρωταγωνιστούν η υγρασία, η μούχλα και ο φόβος του θανάτου. Και καλά η ίδια η ταινία, μια επανέκδοση για περιορισμένο αριθμό θεατών το καλοκαίρι σε ένα θερινό, να το καταλάβω. Μια χούφτα περίεργοι, δεν μπορεί, θα βρεθούν. Αλλά μια ολόκληρη κριτική ανάλυση, μια έκδοση βιβλίου, έτσι από το πουθενά;

Και όμως. Αυτό το λιλιπούτιο, κομψό βιβλιαράκι με τον τίτλο Stalker: Το Μεγάλο Πουθενά που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, είναι ένα ξαφνικό ρεύμα δροσιάς κάτω από τον καυτό ήλιο το καλοκαίρι, ή το άναμμα ενός σπίρτου που για δύο δευτερόλεπτα μπορεί να σε ζεστάνει μέσα στο τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Διαρκεί λίγο αλλά σε ανακουφίζει. Πώς καμιά φορά εκεί που ακούμε τη μια αρλούμπα μετά την άλλη στο ραδιόφωνο, ξαφνικά πέφτει μια νότα από Μπετόβεν, ή από Μάιλς Ντέιβις, ή από Ντέιβ Μπρούμπεκ, επειδή κάποιο σαΐνι της διαφήμισης σκέφτηκε – και είχε δίκιο – ότι η καλαισθησία του ήχου μπορεί να κάνει ελκυστικότερο το προϊόν;

Για να είμαι ειλικρινής όταν πρωτοείδα το «Stalker», πίσω στη δεκαετία του ’80, με τον μπαμπά μου στο «Παλλάς» της Βουκουρεστίου, δεν κατάλαβα τίποτα. Κι όταν το ξανάδα στα nineties, μόνος αυτή τη φορά, νομίζω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πάλι δεν κατάλαβα τίποτε. Εκανα ότι καταλάβαινα αλλά πρέφα δεν είχα πάρει. Το μόνο που ήξερα ήταν αυτό που ένιωθα: βυθιζόμουν σε μια άβυσσο. Τίποτε άλλο. Αλλά έτσι γίνεται καμιά φορά. Κάποιες ταινίες μάς αρέσουν κι ας μην τις καταλαβαίνουμε.

Το θέμα εδώ βέβαια δεν είναι η ίδια η ταινία για την οποία λέξη δεν θα πω. Η ταινία είναι το πρόσχημα. Το θέμα είναι ότι κάποιος άνθρωπος, ο Θωμάς Λιναράς, κάθισε κι έγραψε μια ολόκληρη ανάλυση για κάτι που αγαπά τόσο μα τόσο πολύ που τελικά αυτή η αγάπη του συγγραφέα για το αντικείμενό του σε συγκινεί περισσότερο απ’ ό,τι το ίδιο το αντικείμενο. Το Μεγάλο Πουθενά του τίτλου γίνεται ξαφνικά ένα Μικρό Παντού. Μάλιστα, το βιβλίο του με οδήγησε ξανά στο «Σμιλεύοντας το χρόνο», ξεφύλλισα με βουλιμία τη στοχαστική αυτοβιογραφία του Ταρκόφσκι, βρέθηκα και πάλι για λίγο στο μοναδικό σύμπαν του.

Ο Θωμάς Λιναράς που σπούδασε κοινωνιολογία στην Ιταλία και έχει δουλέψει ως καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, έχει επίσης εργαστεί αγόγγυστα ως επιμελητής εκδόσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αλλά και ως κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό Οθόνη, το οποίο με συντρόφευε πολύ πριν διανοηθώ να κάνω επαγγελματικά βήματα στον κινηματογράφο.  Και παραμένει ένας άνθρωπος του παραδοσιακού κριτικού λόγου, σε μια εποχή που ο παραδοσιακός κριτικός λόγος είναι τόσο πολύ απαραίτητος – ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Σε μια εποχή που επειδή βαριόμαστε να επεξεργαστούμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας έχοντας βρει την ασφαλιστική δικλίδα της ανεπεξέργαστης πληροφόρησης, η σκέψη μας βρίσκεται σε χειμερία νάρκη, κάτι σαν είδος πολυτελείας. Πληροφόρηση χωρίς επεξεργασία καταλήγει στην αδιαφορία. Στην απάθεια. Δεν έχει σημασία το αντικείμενο του μικρού αυτού βιβλίου, η ταινία, το «Stalker». Στην ουσία το αντικείμενο εδώ είναι ο ίδιος ο λόγος του συγγραφέα, ένα βότσαλο στον βάλτο της επικίνδυνης ακινησίας. Ναι, ένα κείμενο από το πουθενά για ένα άλλο πουθενά, για μια ταινία ξεχασμένη, μπορεί άθελά του να μετουσιωθεί σε μια αυθόρμητη προσπάθεια που μη ηθελημένα στρέφεται ενάντια στον «χυδαίο υλισμό, στην ασυνάρτητη κακοφωνία και στην εγκληματική αμνησία όσον αφορά την έννοια του Ιερού, του Ωραίου και του Υψηλού» για να μνημονεύσω τον ειδικό στον Ταρκόφσκι Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος έγραψε την υπέροχη εισαγωγή σε αυτό το ολιγοσέλιδο, πολύτιμο βιβλιαράκι.