Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, υπουργείο Οικονομικών, Κομισιόν και ΔΝΤ βρέθηκαν πρόσφατα δίπλα δίπλα στις προβλέψεις για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 2019. Από 2,3% η Κομισιόν, έως 2,5% το υπουργείο Οικονομικών και ενδιαμέσως το ΔΝΤ με πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,4%. Οι θεσμοί όμως προετοιμάζονται, σύμφωνα με πληροφορίες, να αναθεωρήσουν δραστικά τις εκτιμήσεις τους ακόμα και για κάτω από 2% και τυχόν επιβεβαίωση των νέων δυσμενέστερων προβλέψεων δεν αποκλείεται ακόμα και να ανοίξει τον δρόμο για απαίτηση διορθωτικών μέτρων στον προϋπολογισμό του 2019. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση μοιράζει παροχές και υποσχέσεις. Το δεύτερο εξάμηνο του νέου έτους δεν αποκλείεται στο προσκήνιο να κυριαρχεί η διαπραγμάτευση πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων. Προς το παρόν, το σενάριο μπορεί να θεωρηθεί κινδυνολογικό, πλην όμως σύμφωνα με αρμόδιες πηγές κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί. Οι πρώτες εκτιμήσεις φέρνουν την ανάπτυξη στη ζώνη του 1,8%-2% και συνοδεύονται από επισημάνσεις για το οριακό «μαξιλάρι» ασφαλείας έναντι του ανελαστικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Ο προϋπολογισμός, ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% με ένα περιθώριο ασφαλείας 199 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Η Κομισιόν από την πλευρά της κατά την αξιολόγηση του προϋπολογισμού έχει εκτιμήσει πως το πλεόνασμα δεν θα είναι 3,6% αλλά 3,5%, κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη λήψης ισοδύναμων μέτρων εάν δικαστικές αποφάσεις δικαιώσουν εργαζομένους και συνταξιούχους οι οποίοι διεκδικούν μαζικά και αναδρομικά περίπου ό,τι κόπηκε στα χρόνια των Μνημονίων.

ΕΣΤΙΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν προειδοποιήσει ήδη για τα σήματα κινδύνου επιβράδυνσης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ενδεικτικό σημάδι συρρίκνωσης κρίνεται το γεγονός ότι για πρώτη φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι πωλήσεις ΙΧ στην Κίνα μειώθηκαν φέτος. Στην ευρωπαϊκή γειτονιά, μπορεί Ρώμη και Βρυξέλλες να κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό αναφορικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά αφενός έχει ανάψει μια άλλη φωτιά ελλειμμάτων στη Γαλλία, αφετέρου η ζημιά στο ιταλικό ΑΕΠ έχει ήδη καταμετρηθεί και δεν αποκλείεται η χώρα να καταγράψει δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης, επομένως ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2018. Οι ευρωεκλογές και η αβεβαιότητα γύρω από τις συνθήκες του Brexit δρουν επίσης επιβαρυντικά, στις ΗΠΑ τα επιτόκια βρίσκονται σε τροχιά ανόδου και ευρύτερα στο εξωτερικό περιβάλλον οι αντιξοότητες περισσεύουν. Σε αυτό το σκηνικό, εσωτερικοί παράγοντες έρχονται να τροφοδοτήσουν περαιτέρω τις εστίες κινδύνου. Η επίδραση των παροχών στις οποίες επιδίδεται η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες κρίνεται περιορισμένης εμβέλειας και ταχείας απορρόφησης στην κατανάλωση, οι επενδύσεις δεν είναι ικανές να τροφοδοτήσουν αναπτυξιακή επιτάχυνση, η περικοπή των κρατικών επενδυτικών δαπανών, προκειμένου να στηριχθούν τα υπερπλεονάσματα, σε συνδυασμό με τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου (2,6 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο) δρουν επιβαρυντικά, ο τουρισμός εκτιμάται πως «έπιασε ταβάνι», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά από αναλυτές,  και το μεγάλο ερωτηματικό έρχεται από το μέτωπο των τραπεζών.

ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ. Σε χθεσινή έκθεση της Morgan Stanley επισημαίνεται ότι με το βασικό σενάριο εξέλιξης της πορείας των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν προσφέρεται κίνητρο ώστε να παιχτεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μέσω τραπεζών. Ακόμα χειρότερα, η Morgan Stanley εκτιμά πως αν επιδιωκόταν μια γρήγορη μείωση των NPL’s, από περίπου 50% σήμερα σε 10% του χρόνου, το  κόστος για τους επενδυτές θα ανερχόταν σε 11,1 δισ. ευρώ. Η ανάλυση των σεναρίων της MS υποδηλώνει πως για να μειωθεί στο 10% το επίπεδο των NPEs θα απαιτηθούν επιπλέον κεφάλαια, καθώς οι τιμές των NPEs στην αγορά υποδηλώνουν discount 45-59% επί της λογιστικής τους αξίας. Στο απαισιόδοξο σενάριο υπάρχει ζημιά για τους επενδυτές καθώς οι απώλειες θα πυροδοτήσουν αύξηση κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού κράτους, ενώ στο αισιόδοξο σενάριο, για να επιτευχθούν οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων τους επόμενους 12 μήνες, οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια. Σύμφωνα με τη MS, «υπάρχει σημαντικός σκεπτικισμός στην αγορά αναφορικά με την ικανότητα των τραπεζών να μπορέσουν να ανταποκριθούν στους στόχους τους με κεφαλαιακά ουδέτερο τρόπο, όπως φαίνεται από τις επιδόσεις των τιμών των μετοχών τους, καθώς από την αρχή του έτους οι ελληνικές τράπεζες υποχωρούν κατά 34-72%. Η έκθεση της Morgan Stanley πυροδότησε χθες νέο κύκλο ρευστοποιήσεων τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο. Στις τέσσερις τελευταίες συνεδριάσεις, πτωτικές και οι τέσσερις, οι συνολικές απώλειες για τον γενικό δείκτη (618,98 μονάδες) φτάνουν το 4,55% και για τον τραπεζικό (430,81 μονάδες) αγγίζουν το 8,20%.