Οταν το ερευνητικό ταλέντο συμμαχεί με το πείσμα και την ψυχή, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Το επιστημονικό άλμα που φέρει ελληνικές και ελληνοκυπριακές υπογραφές και από χθες μονοπωλεί την ιατρική ειδησεογραφία – δηλαδή η μετατροπή ενός κολλυρίου σε πιθανό «όπλο» κατά της λευχαιμίας – δίνει ελπίδα για την αντιμετώπιση και άλλων νεοπλασιών.
Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Wellcome Sanger των Πανεπιστημίων του Cambridge και του Nottingham, με επικεφαλής τους δόκτορες Γιώργο Βασιλείου και Κωνσταντίνο Τζελέπη, ανακοίνωσαν την Τετάρτη ότι ανακάλυψαν ένα ενεργό συστατικό από οφθαλμικές σταγόνες (κολλύριο που χορηγείται για μια αμφιβληστροειδοπάθεια), το οποίο μπορεί να εξοντώσει τα καρκινικά κύτταρα σε ασθενείς που πάσχουν από Οξεία Μυελογενή Λευχαιμία (ΟΜΛ).
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιθετική νόσο, που πλήττει όλες τις ηλικίες, με τα παιδιά να μην αποτελούν (δυστυχώς) εξαίρεση. Η απουσία αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νόσου (καθώς κατά κανόνα οι ασθενείς υποβάλλονται σε επίπονες χημειοθεραπείες που παρατείνουν τη ζωή, αλλά δεν θεραπεύουν) σε συνδυασμό με τον παιδικό πόνο αποτέλεσαν πυξίδα για την ερευνητική ομάδα.
«Είμαι σχεδόν κάθε μέρα στο νοσοκομείο, λαμβάνω δείγματα από ασθενείς, συνεργάζομαι με γιατρούς. Οταν έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτά τα παιδιά, θέλεις αυτόματα να προσφέρεις λύση. Δεν μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ…» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο δρ Τζελέπης. Η ερευνητική ομάδα χρειάστηκε ωστόσο να διανύσει πολύ δρόμο, μελετώντας επί χρόνια τον γονιδιακό χάρτη, με σκοπό να εντοπίσει τους βασικούς ενόχους.
ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ. Ξετυλίγοντας το κουβάρι των σταδιακών ανακαλύψεων της ερευνητικής ομάδας και των συνεργατών της, διαπιστώνει κανείς ότι το 2016 αποτελεί χρονιά – σταθμό.
Τότε οι ερευνητές του Ινστιτούτου Sanger του Cambridge χρησιμοποίησαν την τεχνική επεξεργασίας του γονιδιώματος CRISPR, η οποία τους βοήθησε να προσδιορίσουν περισσότερα από 400 γονίδια ως πιθανούς θεραπευτικούς στόχους για διαφορετικούς υποτύπους της ΟΜΛ.
«Με τη γενετική αυτή μέθοδο (CRISPR) μπορούμε να αποσιωπήσουμε κατά βούληση όποιο γονίδιο θέλουμε και να δούμε έτσι αν το “σβήσιμο” αυτό είναι σημαντικό για τα καρκινικά κύτταρα».
Ενα από τα γονίδια, το SRPK1, βρέθηκε ότι είναι ουσιώδες για την ανάπτυξη ενός πολύ επιθετικού υποτύπου Οξείας Μυελογενούς Λευχαιμίας (της ΟΜΛ, που αφορά αναδιατάξεις του γονιδίου MLL).
Στο μεταξύ, στα ερευνητικά εργαστήρια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κατακτήθηκαν και άλλες σημαντικές νίκες, με αυτή που ανακοινώθηκε χθες να προκαλεί αίσθηση για μία ακόμη φορά παγκοσμίως.
Οπως δημοσιεύτηκε χθες στην επιθεώρηση «Nature Communications», η αναστολή του SRPK1 μπορεί να επιτευχθεί με την ουσία SPHINX31. Η ουσία αυτή είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί σε κολλύριο για την αντιμετώπιση οφθαλμολογικής νόσου.
Ειδικότερα, όπως περιγράφουν στην επιστημονική δημοσίευσή τους οι ερευνητές του Ινστιτούτου Wellcome Sanger, καθώς επίσης των Πανεπιστημίων του Cambridge και του Nottingham, το SPHINX31 λειτουργεί ως φρένο στην ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων στην ΟΜΛ.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ο Ελληνοκύπριος Γιώργος Βασιλείου, επικεφαλής της έρευνας από το Ινστιτούτο Sanger και το Ινστιτούτο για τα Βλαστικά Κύτταρα Wellcome – MRC Cambridge, δηλώνει ότι «η προσέγγιση αυτή είναι πολλά υποσχόμενη για τη θεραπεία αυτής της επιθετικής λευχαιμίας στους ανθρώπους».
ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΤΑ ΥΓΙΗ. Τα αισιόδοξα νέα, όμως, δεν σταματούν εδώ. «Από τα πειράματα που έχουμε διεξαγάγει σε πειραματόζωα – χορηγώντας την ουσία αυτή σε ενέσιμη μορφή, αφού πρωτίστως υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση κυττάρων από παιδιατρικούς και ενήλικους ασθενείς – προκύπτει ότι με τη θεραπευτική αυτή μέθοδο δεν καταστρέφονται τα γειτονικά υγιή βλαστικά κύτταρα του αίματος. Αλλωστε, η ουσία αυτή έχει ελεγχθεί για την τοξικότητά της, καθώς ήδη χρησιμοποιείται για οφθαλμολογικές παθήσεις» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο δρ Τζελέπης. Κάπως έτσι, η επιστημονική κοινότητα κερδίζει χρόνο: «Δεδομένων των παραπάνω και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουμε αποδείξει τον μηχανισμό και τον τύπο λευχαιμίας που στοχεύουμε, πιθανόν να κερδίσουμε δύο χρόνια έως ότου ολοκληρωθούν οι απαιτούμενες μελέτες και να λάβει έγκριση η θεραπεία» προσθέτει.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι η «συμμαχία» των επιστημόνων είναι αποφασισμένη να συνεχίσει την έρευνα, καθώς η ανακάλυψή τους αυτή πιθανόν να ξεκλειδώνει θεραπευτικές προσεγγίσεις και για άλλες σοβαρές ασθένειες. «Η στόχευση αυτού του μηχανισμού μπορεί να είναι αποτελεσματική και σε άλλους καρκίνους, όπου το BRD4 και το SRPK1 παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη καρκίνων, όπως ο μεταστατικός καρκίνος του μαστού και ο καρκίνος του προστάτη».
«Στην Ελλάδα εργάστηκα ντελίβερι και σεκιούριτι για να πληρώσω τα μεταπτυχιακά μου»
Στις αρχές του 2018 έκανε τον γύρο του κόσμου μία ελπιδοφόρα είδηση για τη δημιουργία ενός τεστ αίματος που μπορεί να διαγνώσει οκτώ διαφορετικά είδη καρκίνου. Στη χώρα μας η είδηση αυτή έδωσε διπλή χαρά, καθώς το σημαντικό αυτό βήμα είχαν κάνει επιστήμονες στις ΗΠΑ, με επικεφαλής τον έλληνα καθηγητή Ογκολογίας και Παθολογίας Νικόλα Παπαδόπουλο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Χθες, λίγο πριν από την εκπνοή του 2018, μια νέα, ιδιαίτερα σημαντική ανακάλυψη φέρει και πάλι ελληνικές και ελληνοκυπριακές υπογραφές. Το ερώτημα είναι εύλογο: «Γιατί οι Ελληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό;». Η εξήγηση που δίνει ο δρ Κωνσταντίνος Τζελέπης στα «ΝΕΑ» αιφνιδιάζει. «Η παραδοχή αυτή μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα – χαρά και λύπη. Επειτα από επτά χρόνια ερευνητικής δουλειάς στο εξωτερικό έχω καταλήξει στο ότι οι έλληνες επιστήμονες που εργάζονται εκτός ελληνικών συνόρων ανήκουν στην κορυφαία κλάση». Ο ίδιος δε, σπεύδει να προσθέσει: «Δεν καταλαβαίνεις τι δυνατότητες έχεις, παρά μόνο όταν δοκιμάζεσαι σε προηγμένα ερευνητικά κέντρα. Μόνο όταν έρχεσαι εδώ ή κάπου αντίστοιχα διαπιστώνεις τις ικανότητές σου. Στην Ελλάδα εργάστηκα στον τομέα του ντελίβερι και του σεκιούριτι για να πληρώσω τα μεταπτυχιακά μου». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δρ Κωνσταντίνος Τζελέπης πήρε το πτυχίο του στις Βιοϊατρικές Επιστήμες από το ΤΕΙ Αθήνας και συνέχισε τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση στην Ιατρική Σχολή των Αθηνών, με κύριο αντικείμενο τις νεοπλασματικές ασθένειες. Μια διάκριση του έδωσε την ευκαιρία να συνεχίσει την πορεία του στη Σιγκαπούρη, με το ταξίδι του να καταλήγει στο Cambridge από όπου έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο.