Διαβάζοντας όσα λέει στη Μάρθα Καϊτανίδη ο Κωνσταντίνος Τζελέπης, ελάχιστα κατάλαβα. Εννοώ όσον αφορά την επιστημονική διάσταση της ανακάλυψης που ανοίγει την πόρτα στη θεραπεία της λευχαιμίας. Συνειδητοποίησα όμως, για άλλη μία φορά, ότι επιστήμες όπως η ιατρική και η γενετική – πέρα από τη συμβολή τους στην αναβάθμιση των θεραπειών και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής – έχουν, ειδικά τα τελευταία χρόνια των μεγάλων εξελίξεων, κάτι από την γοητεία της τέχνης. Δεν μπορώ, δηλαδή, να φανταστώ ότι οι σύγχρονοι επιστήμονες, για παράδειγμα οι γενετιστές (αυτοί οι «γητευτές των γονιδίων» που μπορούν, «πειράζοντας» ένα γονιδίωμα, να αλλάξουν όχι μόνο την ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου αλλά και τη «μοίρα» του εφόσον επεμβαίνουν σε θανατηφόρες αρρώστιες), είναι απολύτως ορθολογιστές, χωρίς φαντασία, χωρίς την εσωτερική ανάγκη να βάλουν στοίχημα με το ανέφικτο. Ούτε πως τα επιτεύγματά τους είναι αποτέλεσμα μιας γραμμικής μεθόδου εργασίας. «Οταν ο επιστήμονας εκτρέπεται από αυτήν, έχουμε τα σημαντικά αποτελέσματα» μου είχε πει πριν από λίγο καιρό ένας σπουδαίος γιατρός.
Είναι όμως και κάτι ακόμη που έχει να κάνει με την ιατρική. Η φιλοσοφική και η υπαρξιακή της διάσταση. Γιατί ο άνθρωπος άρχισε από αρχαιοτάτων χρόνων να ψάχνει θεραπείες και φάρμακα, να «ψαχουλεύει» ασθένειες; Από τον φόβο να μην πεθάνει, από την ανάγκη να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο το θαύμα της ζωής που ακόμη δεν έχει αποκωδικοποιηθεί πλήρως. Ο μεταφυσικός φόβος του θανάτου είναι η κινητήρια δύναμη της ιατρικής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σε πολλές κουλτούρες, παλαιές και νεότερες, οι γιατροί αντιμετωπίζονται περίπου ως ιερείς, από τους δρυΐδες έως τους σαμάνους. Οπως τυχαία δεν είναι η «εισβολή» της ιατρικής στη λογοτεχνία. Από το «Μαγικό βουνό» που αναφέρεται, με επιστημονικές λεπτομέρειες, σε ένα σανατόριο έως τον Τσέχοφ που ήταν γιατρός. Εξάλλου το έχει πει και ο Φρόιντ: «Οπου και να με πήγαν οι θεωρίες μου, ένας ποιητής είχε ήδη φτάσει εκεί».