Ο ένας τρόπος είναι να δει κανείς τον Ευκλείδη Τσακαλώτο ως sui generis περσόνα. Να τον αποπολιτικοποιήσει για να απολαύσει έναν λόγο που ισορροπεί με τρόμο ανάμεσα στο παραλήρημα και το συναίσθημα. Ο άλλος τρόπος είναι να παραμείνει στην πολιτική του ιδιότητα. Να μην τον ξεφλουδίσει πολιτικά για να σταθεί στην ουσία του λόγου του. Ενός λόγου που πότε παραληρηματικά και άλλοτε συναισθηματικά, παραμένει βαθύτατα λαϊκιστικός. Ο Τσακαλώτος δεν ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής για να υπερασπιστεί την οικονομική του πολιτική. Δεν είναι τεχνοκράτης. Μιλάει για να υπερασπιστεί το μεταμνημονιακό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ με τα λαϊκιστικά εργαλεία της Πλατείας Συντάγματος: «Θα με ενοχλούσε» είπε σε μια αποστροφή της ομιλίας του «αν με όλους τους συνεργάτες μου δεν είχαμε πάντα στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού μας τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων».
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κάνει με αυτά τα υλικά τον προσωπικό του απολογισμό. Δεν είναι ο μακροβιότερος μνημονιακός υπουργός, δεν είναι ο υπουργός που διαβεβαίωνε ότι θα παραιτηθεί εάν μειωνόταν το αφορολόγητο για να μην παραιτηθεί όταν το αφορολόγητο μειώθηκε, ο υπουργός που θα έκανε το ίδιο με τις συντάξεις για να μην το κάνει ούτε με τις συντάξεις. Είναι ο υπουργός που «μας έβγαλε από το Μνημόνιο» παραβλέποντας σαν κλασικός ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ότι είναι αυτός που μας έβαλε. Είναι πολιτικό ον, δεν είναι «τεχνοκράτης» σαν τον Στουρνάρα, έχει ηθική υπεροχή, δεν ψάχνει «σιγουράντζες» στην Τράπεζα της Ελλάδος και πάλι σαν τον Στουρνάρα.
Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο χτίζει ο Τσακαλώτος το προσωπικό του αφήγημα. Η προσωπική του ιστορία δεν δομείται με τις αναφορές στον Γκάντι, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον στρατηγό Μοντγκόμερι και τη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Χτίζεται με εκείνες τις μάλλον αψυχολόγητες επιθέσεις στον κεντρικό τραπεζίτη και τις αντιπολιτικές παραπομπές στον ψυχίατρο σε όσους υπενθυμίζουν το κόστος της υπερήφανης διαπραγμάτευσης και του τρίτου Μνημονίου. Χτίζεται με πούρο λαϊκισμό. «Κάποιος Μπλερ, κάποιος Σημίτης δεν πάνε πουθενά» είπε κάποια στιγμή. Αντίθετα, ασφαλώς, με το τραπεζάκι στην κάτω πλατεία που οδηγεί παντού.