Ενα δερμάτινο σακάκι κρεμασμένο επιμελώς ατημέλητα στην καρέκλα του υπουργείου Οικονομικών. Μια μηχανή πολλών κυβικών που απομακρύνεται από το Μέγαρο Μαξίμου ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Ενας πρωθυπουργός «κάθε λέξη του Συντάγματος» καπνίζει πούρα με τα πόδια πάνω στο γραφείο του. Ενα γκρι, απρόσιτο βρυξελλιώτικο κτίριο, γεμάτο κοστουμαρισμένους γραφειοκράτες. Ανθρωποι που αγκαλιάζονται στην Πλατεία Συντάγματος, κλαίγοντας από χαρά, μαθαίνοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – οι άλλοι, οι δειλοί, κλεισμένοι στο σπίτι τους, με βλέμματα απελπισίας. Οι καλοί και οι κακοί, κομμάτι μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος. Με πλοκή, ανατροπές και συναίσθημα.
«Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου». Γιατί το πρώτο εξάμηνο του 2015 να μη γίνει ταινία; Κακά τα ψέματα, ένα δημιουργικό σενάριο στα χέρια ενός σκηνοθέτη όπως ο Κώστας Γαβράς μπορεί να κάνει θαύματα. Και το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη έχει όλα τα φόντα να μετεξελιχθεί σε ένα πολιτικό θρίλερ για τη μεγάλη οθόνη. Ο συγγραφέας του δεν αρκείται μόνο στις προσωπικές του εμπειρίες, αλλά έχει ήδη δημιουργήσει αντιδράσεις αποκαλύπτοντας πως μαγνητοφώνησε τους συνομιλητές του. Ακόμα κι αν αυτά που αποτύπωσε στο χαρτί αποτελούν αποκύημα της φαντασίας του, ακόμα κι αν είναι «χρωματισμένα» πολιτικά από τη δική του στάση, δεν παύουν να αποτελούν μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Με έναν ήρωα που δεν συμβιβάστηκε και έναν άλλο που ξεπουλήθηκε. Με τον εχθρό να κερδίζει τα πάντα εκτός από την ακεραιότητα του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Γιατί όχι, λοιπόν; Η ταινία μπορεί όντως να αρέσει, να κερδίσει το ενδιαφέρον των θεατών. Το «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», άλλωστε, φαντάζει πιο έξυπνο, πιο επαναστατικό στο σινεμά. Εξίσου με τα κρυφά, μεγαλόπνοα σχέδια για επιστροφή στη δραχμή, τα νταούλια και τα 17ωρα ηρωικής διαπραγμάτευσης μέχρι ο Πρωθυπουργός να αποφασίσει την kolotoumba. Τι σημασία έχει αν όλα αυτά αποτελούν απλά ένα ωραίο στόρι; Το ίδιο αφήγημα κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Σίγουρα θα σπάσει τα ταμεία.
Μόνο ένα πρόβλημα υπάρχει: η πραγματική ζωή δεν είναι ταινία. Και εμείς δεν είμαστε ξανθοί Βορειοευρωπαίοι, έτοιμοι να βουτήξουμε στις περιπέτειες των Ελλήνων τρώγοντας βουτυρωμένα ποπκόρν. Οσοι βρίσκονταν εδώ ξέρουν καλύτερα από τον σκηνοθέτη, ίσως καλύτερα κι από τον ίδιο τον συγγραφέα, ότι δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό στις εκλογές εκείνου του Ιανουαρίου. Ούτε στο «ουάου» του Γιάνη ούτε στους ολονύκτιους χορούς στις πλατείες. Ο εφιάλτης τούς κυνηγάει ακόμα. Εζησαν τον τρόμο της ουράς στα ΑΤΜ. Τσακώθηκαν με τους καλύτερούς τους φίλους για ένα Ναι ή ένα Οχι. Εμαθαν τι σημαίνει capital control και bail out. Επέλεξαν να φύγουν αντί να μείνουν. Ακόμα κι αν σήμερα η κυβέρνηση θεωρεί πως όλα έγιναν σωστά – ή πως όλα δικαιολογούνται μετά τον «έντιμο» συμβιβασμό -, τα τραύματα εκείνης της εποχής δεν έχουν κλείσει. Ούτε τα οικονομικά προβλήματα έχουν λυθεί. Κυρίως, όμως, δεν έχει φύγει η αίσθηση ότι η χώρα κρέμεται από μια κλωστή που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσει. Οι πολίτες, που προσδιορίστηκαν μέσα από τη σύγκρουση, έμαθαν ξανά, έπειτα από πολλά χρόνια, να απεχθάνονται ο ένας τον άλλο. Και όλα αυτά, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη η μεγαλύτερη πολιτική εξαπάτηση μετά τη Μεταπολίτευση.
Σε περίπου έναν μήνα κλείνουν τέσσερα χρόνια από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ ανέβηκαν στην εξουσία. Ο πραγματικός απολογισμός των πεπραγμένων τους δεν μπορεί να γίνει πριν αλλάξει η κυβέρνηση. Κανείς, όμως, δεν έχει ξεχάσει, ακόμα κι αν δεν θέλει να πολυμιλάει για το 2015. Και σίγουρα κανείς δεν θέλει να το δει εξαγνισμένο στις οθόνες του.