Η συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό ανέδειξε τη μεγάλη αγωνία του Πρωθυπουργού να πείσει τους βουλευτές του ότι χάρη στην κυβέρνησή του η χώρα βγήκε από τα Μνημόνια. Επειδή όμως η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με την κυβερνητική αφήγηση, ο Πρωθυπουργός έσπευσε τη συζήτηση να την προσαρμόσει κατά τρόπο που θα ζήλευε ο Οργουελ.
Η πρώτη προσαρμογή της πραγματικότητας έγινε με την εκτίμησή του ότι την περίοδο 2010-2014 η χώρα, παρά τις θυσίες των πολιτών, δεν πέτυχε κανένα αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι το πρωτογενές έλλειμμα 10% του ΑΕΠ του 2009 έγινε μικρό πλεόνασμα, ότι διαγράφηκαν 124 δισ. ευρώ χρέους και επιτεύχθηκε εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι ασήμαντο αποτέλεσμα κατά τον Πρωθυπουργό. Η αδυναμία όμως της χώρας να βγει στις αγορές μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου είναι που κλονίζει την αφήγηση της κυβέρνησης. Ετσι, υποστήριξε ότι το κόστος δανεισμού σήμερα είναι χαμηλότερο από το μέσο κόστος δανεισμού της περιόδου 2002-2008. Ο Πρωθυπουργός όμως δεν απάντησε στο ερώτημα: αφού βγήκαμε από τα Μνημόνια και το κόστος δανεισμού είναι αυτό που ίσχυε πριν από την κρίση, γιατί η χώρα δεν βγήκε στις αγορές από τον Φεβρουάριο του 2018;
Η αλήθεια είναι ότι την περίοδο 2001-2007 η Ελλάδα δανειζόταν με επιτόκια παρόμοια με αυτά με τα οποία δανειζόταν η Γερμανία. Τον Δεκέμβριο του 2018 η διαφορά στα επιτόκια του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου είναι πάνω από τις 410 μονάδες βάσης. Αυτή η διαφορά είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2010 που κατέστησε μη βιώσιμη την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και έκανε αναγκαία την προσφυγή στο πρώτο Μνημόνιο. Επομένως ο λόγος για τον οποίο η χώρα δεν βγαίνει με κανονικότητα στις αγορές είναι γιατί το συγκριτικό κόστος δανεισμού σήμερα είναι υψηλότερο από αυτό του 2010.
Η σημερινή διαφορά στα επιτόκια δανεισμού δεν είναι το αποτέλεσμα της κρίσης στην Ιταλία, όπως ισχυρίζεται ο Πρωθυπουργός, αλλά των επιλογών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτή καθυστερεί τις μεταρρυθμίσεις, εμποδίζει την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων και έχει μπει σε έναν αγώνα ανταγωνισμού με τη ΝΔ για το ποιος θα κάνει τις μεγαλύτερες παροχές καθώς βαδίζουμε προς τις εκλογές.
Οι αγορές βλέπουν τι συμβαίνει στη χώρα, διαπιστώνουν ότι η χώρα δυσκολεύεται να προχωρήσει στην ανακοίνωση ενός συγκεκριμένου προγράμματος εξόδου στις αγορές και τιμολογούν ακριβά το ρίσκο της χώρας, ειδικά για τις περιόδους άνω των 3 ετών.
Τις επιλογές αυτές της κυβέρνησης τις πληρώνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις που δανείζονται ακριβότερα έναντι των ανταγωνιστών τους. Το τίμημα για τους πολίτες από τις πολιτικές της κυβέρνησης είναι μια ανάπτυξη κατά πολύ χαμηλότερη από αυτή που έχει ανάγκη η χώρα για να αντιμετωπίσει τη βαριά κληρονομιά της κρίσης.
Το Κίνημα Αλλαγής υποστηρίζει ότι μόνο με ένα πρόγραμμα μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών που προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις μετά τις εκλογές και ένα θεσμικό σοκ η χώρα θα ανακτήσει την αξιοπιστία της. Ετσι, και τη βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές θα αποκαταστήσει και θα μπορέσει να ζητήσει επαναξιολόγηση των δεσμεύσεων της χώρας για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που εμποδίζουν την επανεκκίνηση της οικονομίας.