Με τον χειρότερο δυνατό τρόπο κλείνει μια ούτως ή άλλως μαύρη χρονιά για το Facebook. Μόλις χθες, ο γενικός εισαγγελέας της Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την έναρξη ποινικής δίωξης εις βάρος του για το περιβόητο σκάνδαλο της Cambridge Analytica, την κατάχρηση των προσωπικών δεδομένων κάπου 87 εκατομμυρίων χρηστών παγκοσμίως, κατηγορώντας τον πως «απέτυχε να προστατεύσει την ιδιωτικότητα των χρηστών του», «τους εξαπάτησε όσον αφορά το ποιος είχε πρόσβαση στα δεδομένα τους και το πώς χρησιμοποιούνταν» και «τους έθεσε σε κίνδυνο χειραγώγησης επιτρέποντας σε εταιρείες όπως η Cambridge Analytica και άλλες εφαρμογές τρίτων μερών να συλλέγουν προσωπικά δεδομένα χωρίς την άδεια των χρηστών». Λίγες ώρες νωρίτερα, οι «New York Times» είχαν αποκαλύψει πως το κοινωνικό δίκτυο που συνίδρυσε πριν από 14 χρόνια ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ επέτρεψε σε γίγαντες όπως η Amazon, το Netflix, το Spotify ή η Microsoft να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα των περίπου 2,2 δισεκατομμυρίων χρηστών του.
Περισσότερες από 270 σελίδες εσωτερικών εγγράφων του Facebook εξέτασε η αμερικανική εφημερίδα, πέραν των συνεντεύξεων με πενήντα πρώην εργαζομένους στο Facebook ή εταίρους αυτού. Σύμφωνα με την έρευνά της, κάποιες από τις επίμαχες συνεργασίες του Facebook χρονολογούνται από το 2010, όλες παρέμεναν ενεργές το 2017, ορισμένες μάλιστα ήταν ακόμα ενεργές το περασμένο καλοκαίρι. Αφορούν συνολικά περισσότερες από 150 επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τον τομέα της τεχνολογίας, αλλά και αυτοκινητοβιομηχανίες, καθώς και αρκετά ΜΜΕ – ανάμεσά τους και οι ίδιοι οι «New York Times». Οι εφαρμογές των εταίρων αυτών συνέλεγαν τα προσωπικά δεδομένα «εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε μήνα». Amazon, Microsoft και Sony μπορούσαν έτσι να εξασφαλίζουν από το Facebook την ταυτότητα των χρηστών τους καθώς και τα στοιχεία επαφής των ίδιων και των φίλων τους. Το Netflix, το Spotify αλλά και η Βασιλική Τράπεζα του Καναδά είχαν πρόσβαση στα ιδιωτικά μηνύματα των χρηστών τους στο Facebook. Το Yahoo!, από την πλευρά του, είχε πρόσβαση στις δημοσιεύσεις των φίλων των χρηστών του. Η Apple είχε πρόσβαση στις επαφές χρηστών προϊόντων της, ακόμα και αν αυτοί είχαν απενεργοποιήσει την ανταλλαγή δεδομένων. Και ούτω καθεξής. Οπως εξηγούν οι «New York Times», η πρακτική αυτή επέτρεψε στο Facebook να αυξήσει ακόμα περισσότερο τον αριθμό των χρηστών του, ενώ οι εταίροι τους μπόρεσαν να αναπτύξουν λειτουργίες και εφαρμογές που καθιστούσαν τα προϊόντα τους ακόμα πιο «ορατά» στα μάτια των καταναλωτών.
«Καμία από αυτές τις συνεργασίες ή τις λειτουργίες δεν παρείχε στις εταιρείες πρόσβαση σε πληροφορίες χωρίς την άδεια των χρηστών, ούτε παραβίαζε τον διακανονισμό μας με την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου» επέμεινε χθες ο Κωνσταντίνος Παπαμιλτιάδης, διευθυντής πλατφορμών προγραμματιστών και προγραμμάτων του Facebook, αναφερόμενος στον διακανονισμό στον οποίο είχε έρθει το Facebook το 2012 με την αμερικανική FTC, έπειτα από κατηγορίες ότι εξαπατούσε τους χρήστες του και τους υποχρέωνε να μοιράζονται περισσότερες προσωπικές πληροφορίες από όσες είχαν σκοπό. Το Facebook υποστήριξε επίσης ότι αυτό που έκανε ήταν να βοηθάει τους χρήστες να έχουν πρόσβαση στους λογαριασμούς τους σε αυτό ή σε συγκεκριμένες λειτουργίες μέσα από συσκευές και πλατφόρμες φτιαγμένες από άλλες εταιρείες, πως οι χρήστες «έπρεπε πρώτα να έχουν ξακάθαρα συνδεθεί στο Facebook» προτού χρησιμοποιήσουν τις λειτουργίες αυτές και πως σχεδόν όλες οι επίμαχες συνεργασίες διακόπηκαν τους τελευταίους μήνες, με εξαίρεση εκείνες με την Apple και την Amazon. «Είμαστε ενήμεροι για τα δημοσιεύματα και αξιολογούμε επί του παρόντος ποια επόμενα βήματα ενδεχομένως απαιτούνται», δήλωσε σε κάθε περίπτωση εκπρόσωπος της Επιτροπής Προστασίας Δεδομένων της Ιρλανδίας, της κύριας ευρωπαϊκής ρυθμιστικής Αρχής για το ζήτημα, μιας και το ευρωπαϊκό αρχηγείο του Facebook βρίσκεται στο Δουβλίνο.