Τα σήματα κινδύνου υποτροπής σε καταστάσεις από τις οποίες χρειάστηκαν οκτώ χρόνια Μνημονίων για να ξεκολλήσει η Ελλάδα διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλά η κυβέρνηση δεν φαίνεται να δίνει σημασία. Είναι προσηλωμένη στον κύκλο των παροχών ενόψει κάλπης, ενώ με στοιχεία πλέον προκύπτει πως εάν είχε εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μείωσης φόρων εισοδήματος κατά μία μονάδα, κόβοντας παράλληλα μια μονάδα εισφορών από εργοδότες και εργαζομένους, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να κερδίσει αύξηση ΑΕΠ 8 δισ. ευρώ την ερχόμενη τριετία και αύξηση πρωτογενών πλεονασμάτων κατά 1,5 δισ. ευρώ.

Παίρνοντας θέση στη δημόσια συζήτηση για το εάν πράγματι υπάρχει υπερφορολόγηση στην Ελλάδα, ανάλυση της ΤτΕ υπογραμμίζει πως το 2017 ο φόρος προσωπικού εισοδήματος από εργασία και ασφαλιστικές εισφορές για ένα τυπικό νοικοκυριό (ένας εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης με αποδοχές στο 100% των μέσων αποδοχών και με δύο παιδιά) αναλογούσε στο 23,7% των ακαθάριστων αποδοχών του έναντι 14% μέσου όρου στον ΟΟΣΑ.

Στο σενάριο όπου ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών μειώνονταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα με παράλληλη μείωση των φόρων εισοδήματος κατά μία μονάδα, από την ανάλυση της Τράπεζας προκύπτει ότι θα κερδίζαμε στην τριετία αύξηση του ΑΕΠ κατά 8 δισ. ευρώ (4,38%) και 1,5 δισ. ευρώ αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος (0,79%).

Η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω της ενδιάμεσης έκθεσης νομισματικής πολιτικής, συνιστά ευθέως μείωση φόρων αλλά κρούει και τον κώδωνα του κινδύνου φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τη δημοσιονομική βόμβα από τυχόν μαζικές δικαστικές αποφάσεις καταβολής αναδρομικών διεκδικήσεων μνημονιακών περικοπών σε συντάξεις και δώρα, επισημαίνοντας παράλληλα τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος υπό τον τεράστιο όγκο των κόκκινων δανείων και τις προκλήσεις βιώσιμης επιστροφής του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές. Οσο οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν υψηλές (4,3% το δεκαετές) και ως εκ τούτου οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί πως έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους πως το 2019 θα είναι δύσκολη χρονιά…

Οι προειδοποιήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Τράπεζα της Ελλάδος και ΣΕΒ συνιστούν στην κυβέρνηση να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι ισχύουσες διατάξεις προβλέπουν αυξήσεις με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας.

Ο ΣΕΒ. «Στη σημερινή συγκυρία, η απασχόληση επεκτείνεται και οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται grosso modo όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας, χωρίς να επιβαρύνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», σημειώνει ο ΣΕΒ από την πλευρά του και προσθέτει: «Εάν αυτές οι δύο κατακτήσεις εξανεμιστούν, τότε όντως οι θυσίες του πληθυσμού στα χρόνια των Μνημονίων θα έχουν πάει χαμένες και η χώρα θα διολισθήσει σε ανεπιθύμητες ατραπούς». Σχετικά προειδοποιητικά μηνύματα έχει εκπέμψει ακόμα και η – ιδιαίτερα θετική τους τελευταίους κυρίως μήνες – Κομισιόν.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πισωγυρίσματος όμως έγκειται κατά την εκτίμηση της ΤτΕ στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής προσαρμογής. «Θα πρέπει να διαφυλαχθούν τα έως τώρα επιτεύγματα των μεταρρυθμίσεων, να αποφευχθεί η ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών η οποία δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την οικονομία και, τέλος, να αντιμετωπιστούν δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν ψηφισμένα από τη Βουλή μέτρα και θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους μεσοπρόθεσμα αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους».