Πώς τη βγάζει ο κόσμος; Το ερώτημα έχει άλλη σημασία όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, κατεξοχήν εποχή που υπενθυμίζει τις ταξικές διαφορές. Περιμένει το μέρισμα, τα αναδρομικά, το δώρο ή το επίδομα θα πει κάποιος και δόξα τω Θεώ. Κι όμως, η ερώτηση δεν οριοθετείται για τούτες τις ημέρες, αλλά για όλη τη ζωή. Πολύ περισσότερο όταν σήμερα το άλλοτε κοινωνικό κράτος έχει μεταβληθεί σε επιδοματικό κράτος και με κίνδυνο από μια πούρα νεοφιλελεύθερη επανεκκίνηση να μην υφίσταται ούτε αυτό – παρά μόνον ιδιωτικές ασφάλειες.
Η ενδοοικογενειακή αλληλεγγύη και μια κάποιου τύπου συνοχή που διατηρήθηκε εν μέσω Μνημονίων, φαίνεται να σώζουν την κατάσταση. Η ιδιοκατοίκηση και ο φεουδαρχικός εγωισμός κρύβουν κάτω από το χαλάκι της Αγίας Οικογένειας το νέο σμπαραλιασμένο τοπίο που επιχειρεί η κυβέρνηση με μικρές τομές να μη διαρρήξει κι άλλο.
Ιντερνετική μοναξιά, υπερεντατικοποίηση, αποθέωση της ατομικής λύσης, μετανάστευση χωρίς επιστροφή, ανισοβαρής ανάπτυξη της χώρας που όλο και περισσότερο θυμίζει ένα τουριστικό συνεχές που δεν λαμβάνει υπόψη καμία ταυτότητα και κανένα τοπίο.
Παράξενο, αλλά η νέα δυστοπία του Airbnb, της χαμηλής αγοραστικής δύναμης, της κατακερματισμένης γνώσης, της σόμπας που αντικατέστησε το καλοριφέρ, των μεταχειρισμένων ρούχων που μεταποιούνται για να ξαναφορεθούν, της αόρατης στρατιάς των εργαζομένων που δεν εκπροσωπούνται από κανέναν, των ερημωμένων χωριών και της βάρβαρης πόλης, δεν καταγράφεται από κανέναν.
Πολύ λίγοι – και θα αναφερθώ – δημιουργοί, επιστήμονες, πολιτικοί κάνουν λόγο για το νέο μελαγχολικό ήθος. Οι θεατράνθρωποί μας που νομίζουν πως ζουν στο Βερολίνο των 90s. Οι νέοι συνθέτες και μουσικοί που δεν μπορούν να γράψουν ένα τραγούδι που να ενοποιήσει τον κόσμο. Οι νέοι κινηματογραφιστές, υποχείρια των χορηγών τους και του Ιnstagram. Οι νέοι συγγραφείς που δεν τολμούν να μιλήσουν τη γλώσσα του ενεστώτα χρόνου, αλλά πετούν την μπάλα στην εξέδρα του λυρισμού. Οι νέοι πολιτικοί που φέρουν κάτι από αμφιθέατρο δεκαετίας ’00 ή συνέλευση της ΟΤΟΕ της δεκαετίας του ’80. Επερωτούν πράγματα που δεν αφορούν κανέναν, δεν τολμούν να πάρουν πρωτοβουλίες για τομές στο κράτος, για μια επανάσταση της καθολικής δημόσιας υγείας, για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα οργανώνει τη σκέψη και τις γνώσεις ως εφόδιο ζωής και όχι ως πάρεργο νεότητας.
Ο ιστορικός του μέλλοντος πιθανώς θα βρει υλικό μόνον στον Τύπο, στοιβαγμένο κι αυτό ανάμεσα σε αποψολαγνεία και ιδεοληψίες του Παλιού Κόσμου. Κι όμως: αν κοιτάξουμε σήμερα προς τα πίσω, θα βρούμε ντοκουμενταρισμένη τη ζωή σε έργα, κείμενα, βιβλία, ταινίες, πίνακες, φωτογραφίες. Κάποιος που ενδιαφέρεται, μπορεί να μάθει πώς τα «έβγαζαν πέρα» οι γενιές του ’60 και πιο μετά, παρακολουθώντας απλώς το «Συνοικία το όνειρο». Τα θεατρικά έργα της Λούλας Αναγνωστάκη. Τα τραγούδια του στιχουργού Κώστα Βίρβου. Αρκεί να ανατρέξει σε λόγους του Ηλία Ηλιού, στον Τύπο του ’60, στις μαρτυρίες της γενιάς της ΕΔΑ, στις φωτογραφίες της επαρχίας ή των γκασταρμπάιτερ.
Εδώ βέβαια γύρω μας, υπήρχε αγιοποιημένη και τότε η πραγματικότητα, συχνά στο μαζικό σινεμά του living room. Υπήρχαν όμως χαραμάδες που παρέδωσαν στους επόμενους την πραγματικότητα αφιλτράριστη. Ο Ανδρέας Φραγκιάς, η μεταπολεμική ποίηση της ήττας, ο Κούνδουρος στον «Δράκο» (λίγο πιο πριν), ο Αγγελόπουλος στον «Θίασο» (λίγο πιο μετά). Η ροή της ζωής πέρναγε μέσα από κάδρα σκηνοθετών, φωτογράφων, συγγραφέων, οι δημοσιογράφοι ήταν ένα με τον κόσμο, συχνά κι αυτοί ανυπόφοροι ή και κίτρινοι. Μέσα όμως σε αυτόν. Σήμερα; Σήμερα αλήθεια τι αντανακλά όλα αυτά που ζούμε, τις μεταβάσεις της ζωής, τις ραγδαίες μεταβολές της, τον νέο ψηφιακό ατομοκεντρισμό; Αν εξαιρέσεις τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη που τολμάει να μιλήσει με τη γλώσσα τού σήμερα, σε κάδρα χωρίς ήλιο και τουρισμό και να θυμίσει πως συχνά η Οικογένεια είναι μήτρα κακού, δεν μου έρχεται κάτι άλλο στο μυαλό.