Η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης δεν έχει προκαλέσει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα πιο πολλά ραδιοτηλεοπτικά μέσα μάλλον την έχουν ξεχάσει. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις. Πιο ψύχραιμος ο γραπτός Τύπος, αφιερώνει κάποιον από τον περιορισμένο χώρο του. Οχι όμως σπουδαία πράγματα.
Ενας πνευματικός (και ακαδημαϊκός) άνθρωπος έχει διατυπώσει την άποψη: «Η Ελλάδα έχει μείνει ουραγός μεταξύ των προηγμένων χωρών στο ζήτημα της θρησκευτικής ουδετερότητας» (Μ. Σταθόπουλος, 2006).
Ι. Η νομιμοποιητική βάση της ρύθμισης των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας
Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας ρυθμίζονται κατά περίπτωση από το Σύνταγμα, τα «κονκορδάτα» και τον νόμο. Η πλειοψηφία των κρατών της ΕΕ, ανάμεσα στα οποία και η Ελλάδα, ρυθμίζει τις σχέσεις αυτές απευθείας στο Σύνταγμα. Τέσσερα κράτη (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Λουξεμβούργο) έχουν υπογράψει σχετικά «κονκορδάτα» με την «Αγία Εδρα». Εύλογο. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τους είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Τέλος, σε τρία μόλις κράτη της ΕΕ, Ηνωμένο Βασίλειο (δεν έχει γραπτό Σύνταγμα), Πορτογαλία και Ρουμανία οι σχέσεις αυτές ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο.
ΙΙ. Χρηματοδότηση
Εχει ορθά υποστηριχθεί η άποψη ότι στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας, ζητούμενο είναι η δημοσιονομική κάλυψη της μισθοδοσίας του ορθόδοξου κλήρου και όχι η κατάργησή της (Βενιζέλος, 2000). Πολλές χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, χρηματοδοτούν τον κλήρο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στη Μάλτα, ειδικά, η σχετική πρόβλεψη είναι ενταγμένη στο Σύνταγμα. Σε ορισμένες από τις χώρες αυτές επιβάλλεται θρησκευτικός φόρος στους πιστούς, όπως στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Στην Πορτογαλία, μάλιστα, προβλέπονται έμμεσοι μηχανισμοί χρηματοδότησης μέσω απαλλαγής από σημαντικούς φόρους (Canas, 2007).
ΙΙΙ. Το μάθημα των Θρησκευτικών
(α) Υποχρεωτική ή προαιρετική διδασκαλία;
Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της ΕΕ η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτική. Με την έννοια ότι δικαιούται ο γονιός να ζητήσει αιτιολογημένα ή μη την εξαίρεση από τη διδασκαλία αυτή. Σε οκτώ μόλις κράτη είναι προαιρετική.
(β) Το περιεχόμενο της διδασκαλίας
Το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών διακρίνεται σε «ομολογιακό» (επικεντρώνεται σε μία μόνο θρησκεία ή δόγμα) και σε μη ομολογιακό ή «θρησκειολογικό». Η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ προτιμά το «ομολογιακό» και όχι το «θρησκειολογικό» περιεχόμενο του μαθήματος. Στο πρόγραμμα, μάλιστα, των Ευρωπαϊκών Σχολείων το μάθημα των Θρησκευτικών περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και στις 12 τάξεις. Φυσικά, αναγνωρίζεται η δυνατότητα επιλογής του μαθήματος της Ηθικής (Χολέβας, 2015).
IV. Επίσημη, επικρατούσα ή ουδέτερη κρατική στάση; Ο ρόλος των εθνικών συμβόλων
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βασίλισσα είναι και αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Σε τρία κράτη (Μάλτα, Φινλανδία, Δανία) χρησιμοποιείται ο όρος «(επι)κρατούσα».
Σε εμάς, στην Ελλάδα, ήδη από το πρώτο Σύνταγμα (1821) η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως «επικρατούσα». Ο ίδιος χαρακτηρισμός επαναλήφθηκε και σε όλα τα επόμενα Συντάγματα. Και στο Σύνταγμα του 1975. Η θεωρία ως προς τη φύση αυτής της αναγνώρισης δεν είναι μονολιθική. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η λέξη «(επι)κρατούσα» έχει αναγνωριστικό και μόνο περιεχόμενο χωρίς νομικές δεσμεύσεις. Οι πιο πολλοί υποστηρίζουν ότι έχει και κανονιστικό. Δηλαδή, επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση να συνεργαστεί με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και να συμβάλει στους στόχους και στη δραστηριότητά της. Η Ορθοδοξία έχει συμβάλει στην εθνική μας αυτογνωσία (Βενιζέλος, 2000). Και κάτι περισσότερο. Και πιο εμφατικό. Στο πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας η ιδιότητα του Ελληνα αποδίδεται σε όλους όσοι «πιστεύουσιν εις Χριστόν».
Πάντως, σε επτά κράτη ο χριστιανικός σταυρός αποτελεί κεντρικό διακριτικό γνώρισμα στη σημαία τους. Κορυφαίο σύμβολο της εθνικής τους ταυτότητας.
V. Η Ευρωπαϊκή Ενωση
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει πλήρη επίγνωση της σπουδαιότητας της θρησκείας. Συχνά αναφέρεται στη θρησκευτική κληρονομιά του συνόλου της Ευρώπης και ξεχωριστά των κρατών – μελών. Στα νομοθετικά και κανονιστικά κείμενά της, όχι σπάνια, απαντάται με θετικό πρόσημο ο όρος «Εκκλησία» που υποδεικνύει με σαφή τρόπο τη χριστιανική θρησκεία. Και φυσικά, ενώ διακηρύσσει τη θρησκευτική ουδετερότητά της, χρηματοδοτεί προγράμματα και εκπαιδευτικά ιδρύματα που στηρίζονται στη θρησκευτική πίστη.
VI. Συμπέρασμα
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτείνουν την αναγραφή στο Σύνταγμα ότι το ελληνικό κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο. Με διαφορετικό κίνητρο ή φιλοσοφικό πλαίσιο ο καθένας τους. Αρκετοί θεωρούν επαρκές το ισχύον άρθρο 3 του Συντάγματος. Το μόνο που ζητούν είναι η εφαρμογή του. Γιατί να έχουμε (ως παράδειγμα) θρησκευτικό όρκο; Ο αρχηγός της χριστιανικής θρησκείας τον έχει απαγορεύσει. Γιατί να προστατεύουμε τον ορθόδοξο κλήρο λιγότερο από τους «μουφτήδες» της Δυτικής Θράκης;
Η ένταξη του όρου της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του κράτους στο ίδιο το Σύνταγμα μπορεί να επιφέρει πλήγματα στην εθνική μας αυτογνωσία. Οι λέξεις του Συντάγματος ταξιδεύουν μέσα στον ιστορικό χρόνο.