Τέσσερις είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες μετανάστευσαν στο εξωτερικό από το ξέσπασμα της οικονομικής ύφεσης.
Το ρίσκο της ελληνικής οικονομίας, το «ρηχό» Χρηματιστήριο Αθηνών, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και η υπερφορολόγηση είναι τα κύρια αίτια που οδηγούν εμβληματικές επιχειρήσεις της χώρας να μεταφέρουν την έδρα τους σε άλλο ευρωπαϊκό κράτος.
Τελευταία βιομηχανία που μετακόμισε την έδρα της τον περασμένο Οκτώβριο ήταν η Τιτάν.
Είχαν προηγηθεί επίσης και άλλες βιομηχανίες, από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει στη χώρα μας, όπως η Coca Cola HBC και η Βιοχάλκο. Σταδιακά από το 2012, οπότε και η κρίση έδειχνε για τα καλά τα… δόντια της, προχωρούσαν στην αλλαγή της έδρας και στην αναζήτηση φθηνών κεφαλαίων χρηματοδότησης στο εξωτερικό.
Η διοίκηση του ομίλου Τιτάν στη διάρκεια ενημέρωσης των αναλυτών που έκανε τον Οκτώβριο απέδωσε τους λόγους τής απόφασης στα εξής: «Εξεταζόταν εδώ και καιρό η μεταφορά της έδρας στις Βρυξέλλες. Η απόφαση ελήφθη καθώς, αν συνέχιζε η υπάρχουσα κατάσταση, αυτή θα στοίχιζε κι άλλο στην τσιμεντοβιομηχανία. Ο όμιλος δεν μπορούσε να αντέξει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του» είπαν χαρακτηριστικά τα διοικητικά στελέχη.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των εταιρειών που διαλέγουν τον δρόμο της ξενιτιάς είναι, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, βιομηχανίες που αναγκάστηκαν λόγω της πρωτοφανούς ύφεσης στη χώρα να διεθνοποιήσουν με μεγαλύτερους ρυθμούς τις δραστηριότητές τους. Το συντριπτικό μερίδιο του κύκλου εργασιών τους, πάνω από 70% και 80%, πραγματοποιείται σε ξένες αγορές και οι ανταγωνιστές τους βρίσκονται εκτός συνόρων. Το country risk, το ρίσκο που κουβαλά η Ελλάδα μετά την προσφυγή της στους μηχανισμούς στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ παραμένει, με αποτέλεσμα οι ελληνικές πολυεθνικές να συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται με άλλους όρους από τις κεφαλαιαγορές και τις ξένες τράπεζες.
«Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από μήνες κορυφαία ελληνική βιομηχανία συνήψε ομολογιακό δάνειο δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ με επιτόκιο κοντά στο 2,5%, όταν ξένος ανταγωνιστής της δανείστηκε με μόλις 0,9%» περιγράφουν χαρακτηριστικά οι ίδιοι παράγοντες.
Από τη μια μεριά, λοιπόν, οι επιχειρήσεις που έχουν αναπτύξει τον μεγάλο όγκο των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό και πρέπει να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους αντίπαλους παίκτες. Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση στην ελληνική πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει. Αβεβαιότητα, υπερφορολόγηση και φρενάρισμα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών.
Σημειωτέον ότι οι επιχειρήσεις που διατηρούν την παραγωγική τους δραστηριότητα στη χώρα συνεχίζουν να φορολογούνται κανονικά, με βάση δηλαδή την ελληνική νομοθεσία.
Ερευνα που παρουσίασε ο ΣΕΒ στις αρχές του Οκτωβρίου με θέμα «Ο σφυγμός του επιχειρείν 2018», περιγράφει τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο που εξέδωσε τότε ο Σύνδεσμος, υπογραμμίζεται: «Οι επιχειρήσεις αποθαρρύνονται: Οσο δεν υπάρχει μια σαφής και ισχυρής εμβέλειας αναπτυξιακή και φιλοεπενδυτική πολιτική. Οσο οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές απομυζούν την επενδυτική ικμάδα των επιχειρήσεων. Οσο η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης αδυνατεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που πραγματικά έχουν ανάγκη οι επιχειρήσεις και δυσχεραίνει αντί να διευκολύνει την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οσο η καθημερινότητα των επιχειρήσεων επιβαρύνεται από φαινόμενα γραφειοκρατίας, πολυνομίας, διαφθοράς και καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης. Ολα αυτά αποτυπώνονται με ξεκάθαρο τρόπο στα ευρήματα της έρευνας. Το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση είναι ξεκάθαρο. Τα προβλήματα δεν λύνονται με ανακοινώσεις καλών προθέσεων, χωρίς να παράγεται κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι απόψεις των επιχειρήσεων συγκλίνουν σε συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις για να βελτιωθεί στην πράξη το επιχειρηματικό περιβάλλον, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών να αποτελεί την κύρια και βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Για να γίνουν επιτέλους επενδύσεις σε αυτή τη χώρα».
ΕΜΠΟΔΙΑ. Οπως προκύπτει από την έρευνα, ως σημαντικότερα εμπόδια καταγράφονται οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές (77,3%), η διαφθορά και το έλλειμμα διαφάνειας (45,1%), η πολιτική αβεβαιότητα για τη μετά τα Μνημόνια περίοδο στη χώρα (43,3%), οι εγχώριες οικονομικές επιπτώσεις της ύφεσης και οι εκκρεμείς δεσμεύσεις του προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής (40,5%) και η αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών (38,2%)
Μελετώντας τις απαντήσεις ανά μέγεθος επιχείρησης (βάσει αριθμού εργαζομένων), προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέροντα ευρήματα:
1Το ασταθές φορολογικό πλαίσιο αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο, ανεξαρτήτως μεγέθους. Παρ’ όλα αυτά οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν μάλλον αποδεχτεί αυτή τη δυσάρεστη πραγματικότητα και να καταγράφεται τελικά χαμηλότερη δυσαρέσκεια κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το σύνολο.
2Τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολυνομία και την απονομή δικαιοσύνης προβληματίζουν σημαντικά και εξίσου τόσο τις μικρότερες όσο και τις μεγάλες επιχειρήσεις, παρά τη δυνατότητα που έχουν οι δεύτερες για υποστήριξη από τις νομικές διευθύνσεις που οι περισσότερες διαθέτουν.
3Η αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ο ακριβός δανεισμός και το έλλειμμα χρηματοδοτικών και επενδυτικών κινήτρων προβληματίζουν περισσότερο τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, καθώς για εκείνες αποτελούν ζητήματα επιβίωσης. Οι πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης πλήττουν ιδιαίτερα τις μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή εκείνες που έχουν τη θέληση και τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε εγκαταστάσεις, προσφέροντας νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.