Στη σειρά των διαψεύσεων που μοιάζει ατελείωτη προστέθηκε ακόμη μία: είναι η 90χρονη Τράουτε Λάφρεντς, τελευταία επιζήσασα της φοιτητικής αντιναζιστικής οργάνωσης Λευκό Ρόδο. Ο Κλάας Ρελότσιους είχε γράψει και τη δική της ιστορία, όπως είχε γράψει την ιστορία ενός μικρού Σύρου που υποτίθεται ότι είχε πυροδοτήσει την εξέγερση στη χώρα του με μια φάρσα, καθώς και την ιστορία μιας Αμερικανίδας το χόμπι της οποίας ήταν να ταξιδεύει σε διάφορες πολιτείες της δικής της χώρας για να παρακολουθεί εκτελέσεις θανατοποινιτών. Ή μήπως δεν ήταν συναρπαστικό το ρεπορτάζ για εκείνον τον επίδοξο βομβιστή αυτοκτονίας στο Ιράκ που επίσης είχε αποκαλύψει με κάθε λεπτομέρεια στον γερμανό δημοσιογράφο τις σκέψεις του και τις αγωνίες του;
Με τέτοια δουλειά ο Ρελότσιους θα ήταν σταρ σε οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης. Ηταν και στο «Spiegel», το γερμανικό περιοδικό για το οποίο έγραφε για να τιμηθεί με πολλά βραβεία για τα ρεπορτάζ του. Μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι τα ρεπορτάζ του ήταν επινοημένα. Και ο σταρ της γερμανικής δημοσιογραφίας έγινε ο αρνητικός πρωταγωνιστής της ημέρας αφήνοντας ένα τεράστιο τραύμα στην αξιοπιστία του έγκυρου περιοδικού. Το «Spiegel» φυσικά αντέδρασε. Αφού απέλυσε τον Ρελότσιους, δημοσίευσε μια μακροσκελή επιστολή συγγνώμης προς τους αναγνώστες του. Αλλά το τραύμα παραμένει. Και το Spiegelgate, όπως λέγεται ήδη στα σόσιαλ μίντια, θα καταχωριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά σκάνδαλα, και μάλιστα σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στη δημοσιογραφική δουλειά έχει τρωθεί.
Με άλλα λόγια, το σκάνδαλο ήρθε στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Ηρθε σε μια στιγμή που ο αμερικανός πρόεδρος κατηγορεί τα μέσα ενημέρωσης για fake news, ενώ στη Γερμανία το ακροδεξιό κόμμα AfD μιλάει για Lügenpresse, ψεύτη Τύπο, έναν χαρακτηρισμό που χρησιμοποιούσαν και οι ναζί τη δεκαετία του 1920. Χρειάζεται να θυμηθεί κανείς ότι και στην Ελλάδα κάποιοι πολιτικοί μιλούν για «βοθροκάναλα»; Ή τον ασφυκτικό έλεγχο στον οποίο έχει περιέλθει ο Τύπος στην Ουγγαρία; «Ο Τραμπ και οι λαϊκιστές οπουδήποτε αλλού θα ανοίγουν σαμπάνιες τώρα» θα έλεγε στους «New York Times» η διευθύντρια σύνταξης του Deutsche Welle Ινες Πολ.
Και να φανταστεί κανείς ότι το «Spiegel» έχει ειδικό τμήμα που ελέγχει την πιστότητα των ρεπορτάζ των δημοσιογράφων του. Κι όμως. Ο Κλάας Ρελότσιους κατάφερε να παραπλανήσει ακόμη και έναν θεσμό για τον οποίο το περιοδικό δηλώνει υπερήφανο. Το «Spiegel» πάντως δεν ήταν το πρώτο μεγάλο μέσο ενημέρωσης που έπεσε θύμα μιας τέτοιας δημοσιογραφικής απάτης. Ο Ρελότσιους των «ΝΥΤ» λεγόταν Τζέισον Μπλερ και η αποκάλυψη ότι κατασκεύαζε ρεπορτάζ είχε προκαλέσει σοκ στην «κυρία με τα γκρι» το 2003. Και η Τζάνετ Κουκ της «Washington Post» είχε βραβευθεί με Πούλιτζερ το 1981 για ένα ρεπορτάζ που τελικά αποδείχθηκε ψευδές.
Ο Ρελότσιους αποδείχθηκε μετρ στην κατασκευή των ρεπορτάζ. Το έκανε μεθοδικά εμπλουτίζοντας τα άρθρα του με διαλόγους που ποτέ δεν είχαν γίνει και επινοώντας φανταστικές δηλώσεις από υπαρκτά πρόσωπα. Στο περιοδικό έγραφε από το 2011 και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι τουλάχιστον 14 από τα ρεπορτάζ του ήταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κατασκευασμένα – μεταξύ αυτών και για έναν Υεμενίτη που υποτίθεται ότι είχε κρατηθεί επί 14 χρόνια στο Γκουαντάναμο χωρίς κατηγορία. Συνολικά πάντως είχε γράψει 60 άρθρα. Και κανένας δεν ξέρει αν είχε σκαρφιστεί δικές του ιστορίες και στα υπόλοιπα. Εξάλλου, είχε συνεργαστεί και με άλλα μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία. Δύο από τις συνεντεύξεις που είχε πάρει για την εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» ήταν επίσης εν μέρει κατασκευασμένες.
Μέχρι ποιου σημείου; Σε ένα από τα άρθρα του είχε συμπεριλάβει μια τηλεφωνική συνέντευξη με τους γονείς ενός παίκτη του αμερικανικού φουτμπόλ, του Κόλιν Κάρπερνικ, που γονάτιζε κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, την οποία δεν είχε κάνει ποτέ. Η Γκέιλι Γκάντις, πάλι, εκείνη η Αμερικανίδα που παρακολουθούσε εκτελέσεις, είναι αμφίβολο εάν υπάρχει ως πρόσωπο. Σε αυτή και πολλές ακόμη περιπτώσεις, ο 33χρονος Κλάας Ρελότσιους δεν άφησε την πραγματικότητα να του χαλάσει την ιστορία. Οπως δεν άφησε την πραγματικότητα να του χαλάσει την ιστορία και στην περίπτωση ενός συνοριοφύλακα από την Αριζόνα, του οποίου ο γερμανός δημοσιογράφος είχε φιλοτεχνήσει με την ίδια ικανότητα επινόησης το πορτρέτο.
Αυτό ήταν και το τελευταίο άρθρο που έγραψε για το «Spiegel». Το συνυπέγραφε με έναν συνάδελφό του, τον Χουάν Μορένο, ο οποίος έκανε το δικό του ρεπορτάζ από την πλευρά των μεξικανικών συνόρων. Αυτός ο τελευταίος υποψιάστηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το ρεπορτάζ του Ρελότσιους. Τι ήταν αυτό; Οτι στη δεύτερη εκδοχή του κειμένου είχε προσθέσει την πληροφορία πως ο συνοριοφύλακας είχε πυροβολήσει εναντίον Μεξικανών. Πώς δεν υπήρξε καμία αναφορά στην πρώτη εκδοχή; Ο Μορένο βρήκε και άλλα πράγματα που δεν του κόλλαγαν, ειδοποίησε τη σύνταξη του «Spiegel», που αρχικά εμφανίστηκε επιφυλακτική απέναντι στην καταγγελία του. Αναγκάστηκε να ερευνήσει ο ίδιος με δικά του έξοδα την ακρίβεια των όσων είχε γράψει ο Ρελότσιους. Και αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον πολυβραβευμένο σταρ της γερμανικής δημοσιογραφίας: το 2014 είχε ανακηρυχθεί δημοσιογράφος της χρονιάς από το CNN, το 2017 είχε τιμηθεί με το European Press Prize, ενώ οι συνάδελφοί του στη Γερμανία τον είχαν βραβεύσει το 2013, το 2015, το 2016 και φέτος.