Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς είναι sui generis περιπτώσεις. Η ενσωμάτωσή τους σε κάποια «γενιά» ή σε κάποιο «ρεύμα» μάς αποκαλύπτει περισσότερα για την εποχή τους παρά για τους ίδιους. Εάν θέλαμε όμως, σώνει και καλά, να τους εντάξουμε σε κατηγορίες, θα έλεγα πως δύο ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε οι βασικές. Από τη μια η κατηγορία εκείνων που έζησαν μιαν ασήμαντη ιδιωτική ζωή και δεν βίωσαν καμία περιπέτεια έξω από το κεφάλι τους. Από την άλλη η κατηγορία εκείνων που με τον βίο τους θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν τα αρχέτυπα μυθιστορηματικών ηρώων, πρώτη ύλη για αναρίθμητες επινοήσεις άλλων, ακόμη και αν δεν έπιαναν ποτέ μολύβι για να γράψουν έστω και μια γραμμή. Στην πρώτη κατηγορία συναντάμε δημιουργούς όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Φερνάντο Πεσόα. Στη δεύτερη πέφτουμε πάνω στον λόρδο Μπάιρον και τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ.
Για τον Χέμινγουεϊ (1899-1961) έχουν γραφτεί ήδη πολλαπλάσια βιβλία από όσα έγραψε εκείνος. Στο «Ερνεστ Χέμινγουεϊ – Μια ζωή σαν μυθοπλασία» (Καστανιώτης, 2006), ένα απολαυστικό συνοπτικό βιβλιαράκι, διανθισμένο με πλούσια εικονογράφηση, που έγραψε κατά παραγγελία προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ένας άλλος διάσημος συγγραφέας, ο Βρετανός Αντονι Μπέρτζες (δικό του είναι το θρυλικό «Κουρδιστό Πορτοκάλι» που μετέφερε στο σινεμά ο Κιούμπρικ), μαθαίνουμε ότι ο Ερνεστ οικοδόμησε από αρκετά νωρίς τον προσωπικό του «μύθο» κι εφεξής τον υπηρέτησε ισοβίως, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε ως καρικατούρα. Μια πλευρά του «μύθου», μαγειρεμένου κυρίως με macho υλικά, ήταν και ο Χέμινγουεϊ ως Πολεμιστής. Η αλήθεια είναι πως ο Ερνεστ κατόρθωσε να επιζήσει δύο παγκοσμίων πολέμων (στον πρώτο, μάλιστα, τραυματίστηκε από θραύσμα αυστριακού όλμου, περιστατικό που στάθηκε και πηγή έμπνευσης για τον «Αποχαιρετισμό στα Οπλα», το κατά πολλούς κορυφαίο του μυθιστόρημα), καθώς κι ενός από τους πιο πολυαίμακτους εμφυλίους – του Ισπανικού -, αλλά, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, δεν κατόρθωσε να επιζήσει… του εαυτού του. Υποφέροντας επί χρόνια από μια διαρκώς επιδεινούμενη κατάθλιψη (το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 1954, κατάφερε μονάχα πρόσκαιρα να του την ανακουφίσει) έδωσε τέλος στη ζωή του στα εξήντα δύο του, στο Αϊντάχο, μ’ έναν πυροβολισμό. Κατά τραγική ειρωνεία, μία από τις ειρωνείες που αναμφίβολα θα διασκέδαζαν και τον ίδιον αφάνταστα, αυτός, ο Πολεμιστής, δεν είχε τραυματίσει κανέναν άλλον άνθρωπο, κατά τη μακρά ενασχόλησή του με τα τουφέκια, παρότι την πλήρωσαν – σχολιάζει τρυφερά ο Μπέρτζες – «μερικές αντιλόπες και άλλα άκακα ζώα του δάσους». Το μόνο που τραυμάτισε, και δη θανάσιμα, ήταν το δικό του σαρκίο.
Πριν από λίγες ημέρες οι εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησαν μια ακόμη ψηφίδα στο βιογραφικό του παλίμψηστο: «Ο Πόλεμος του Ερνεστ Χέμινγουεϊ» του Τέρι Μορτ, με διευκρινιστικό υπότιτλο «Οι περιπέτειές του ως Ανταποκριτή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Η ειδοποιός διαφορά του Τέρι Μορτ από τους υπόλοιπους βιογράφους του Ερνεστ έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος, ως αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, ειδικευόμενος στην πλοήγηση και τη βλητική, καθώς και ως εμβριθής μελετητής της στρατιωτικής ιστορίας, είναι σε θέση να ξεχωρίσει τον «φιγουρατζή» Χέμινγουεϊ από τον «αυθεντικό» και ν’ αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Αυτή η απόδοση δικαιοσύνης δεν είναι και τόσο αυτονόητη για όσους εντρύφησαν με τα πολεμικά πεπραγμένα του Ερνεστ και διάβασαν με κριτικό μάτι τις ανταποκρίσεις του για το περιοδικό Collier’s. Ορισμένοι, όπως ο Βρετανός Τσαρλς Χουίτνγκ στο βιτριολικό βιβλίο του «Ο Χέμινγουεϊ Πάει στον Πόλεμο», αποτιμούσε όλη του τη δράση μέσα από το πρίσμα των προκαταλήψεών του και θεωρούσε ότι ο Ερνεστ συγκέντρωνε όλα τα ελαττώματα των Γιάνκηδων: «αχαλίνωτος, φορτικός, φασαριόζος, εγωμανής, αναίσθητος». Κάποιοι άλλοι, λιγότερο προκατειλημμένοι, που γνώρισαν τον Χέμινγουεϊ προσωπικά και, παρά τον εριστικό του χαρακτήρα, τον συμπάθησαν, είναι πιο επιεικείς μαζί του, αλλά ακόμη και αυτοί δεν μπορούν να παραβλέψουν τη σύγχυση και τον κομπασμό του, όποτε επιχειρούσε να μεταποιήσει τα βιώματά του σε μυθοπλασία. «Ηταν ένας από τους πιο στενούς φίλους μου», δήλωσε ο επίσης πολεμικός ανταποκριτής Μπιλ Γουόλτον, «μα δεν πρέπει ποτέ να πιστεύετε πως όσα έλεγε ήταν αληθινά. Διαμόρφωνε τη ζωή του μέσα από τη γραφή μυθοπλασίας. Του ήταν τρομερά δύσκολο να αποφασίζει πού τελείωνε η μυθοπλασία και πού άρχιζε η αλήθεια». Ο επιφανής κριτικός Εντμουντ Γουίλσον είναι έτι πλέον ωμός: «Κάτι φρικτό φαίνεται να συμβαίνει στον Χέμινγουεϊ όταν αρχίζει να γράφει σε πρώτο πρόσωπο. Μεταξύ των δημιουργημάτων του ο ίδιος είναι σίγουρα ο πιο κακοφτιαγμένος χαρακτήρας του, καθώς και ο χειρότερος σχολιαστής του. Το καθαυτό ύφος της πρόζας του παίρνει την κάτω βόλτα».
Ο Χέμινγουεϊ, ακόμη και στις πιο εμπνευσμένες του στιγμές, δεν έπαψε ποτέ να εκλαμβάνει τις πολεμικές του ανταποκρίσεις ως πάρεργο, μια αγγαρεία προκειμένου να εξοικονομήσει τους πόρους που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει την καθαυτό δημιουργική του δουλειά ως λογοτέχνης. Για την ίδια τη δημοσιογραφία, η άποψή του ήταν τελεσίδικη και καταδικαστική: «Η δημοσιογραφία, από ένα σημείο κι έπειτα», είχε πει σε μια συνέντευξή του στο Paris Review, «μπορεί να είναι η καθημερινή αυτοκαταστροφή για έναν σοβαρό δημιουργικό συγγραφέα». Από την άλλη μεριά, την άνοιξη του 1944, στα σαράντα πέντε του χρόνια, ήδη αναγνωρισμένος και δαφνοστεφανωμένος μεσήλικας, κανένας δεν τον υποχρέωνε να εγκαταλείψει τον «παράδεισό» του στην Κούβα, να κουβαληθεί σ’ ένα Λονδίνο που βομβαρδιζόταν από τους Γερμανούς σε εικοσιτετράωρη βάση, να επιβιβαστεί και ο ίδιος σε βρετανικό βομβαρδιστικό, να αποβιβαστεί στη Νορμανδία εν μέσω καταιγιστικών εχθρικών πυρών (ενίοτε και φίλιων) την περίφημη D-Day, να εμπλακεί στη Γαλλική Αντίσταση και ν’ ακολουθήσει το 22ο αμερικανικό σύνταγμα έως τη Γραμμή Ζίγκφριντ, ένα από τα τελευταία μεγάλα σφαγεία του πολέμου. Πολλοί μελετητές του ισχυρίζονται – και ο Τέρι Μορτ, στο βιβλίο του, εξετάζει με προσοχή τους ισχυρισμούς τους – ότι πιθανόν δεν θα έμπαινε σε όλον αυτόν τον κόπο, εάν δεν κατέρρεε τον ίδιο καιρό ο τρίτος από τους τέσσερις γάμους του με τη Μάρθα Γκέλχορν, μια άλλη εκρηκτική προσωπικότητα, πολεμική ανταποκρίτρια σε μια εποχή που αυτή η επαγγελματική ιδιότητα για μια γυναίκα δεν… υφίστατο καν. Οπως και αν έχει, κανένας – ούτε ο πλέον κακόπιστος επικριτής του – δεν μπορεί να τον μεμφθεί για έλλειψη τσαγανού. Ο Χέμινγουεϊ, σε όλη του τη ζωή, ήταν ένας αδιόρθωτος κυνηγός εμπειριών για έκλυση αδρεναλίνης. Είτε στη μάχη είτε στο κρεβάτι, η αδρεναλίνη ήταν το σταθερό του ζητούμενο. Οταν εκείνη στέρεψε, ακούστηκε ο πυροβολισμός στο Αϊντάχο.