Η επισήμανση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδoς Γιάννη Στουρνάρα στις αρχές Δεκεμβρίου, μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Βερολίνο, περιέγραψε με τον πλέον ακριβή τρόπο τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. «Οσο δεν αποκαθίσταται πλήρως η επενδυτική εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα τόσο θα παραμένει υψηλό το κόστος δανεισμού για ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, υποδεικνύοντας ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ξεπεράσει εντελώς την κρίση» τόνισε και πρόσθεσε ότι παρά τις θετικές εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα, υπάρχει μία σειρά δεικτών του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα που δίνουν μια μεικτή εικόνα, όπως για παράδειγμα η ετήσια μεταβολή των χορηγήσεων προς τον μη χρηματοοικονομικό τομέα που παραμένει σε αρνητικό επίπεδο και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων που αυξήθηκαν τον Σεπτέμβριο.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος απηύθυνε προειδοποίηση για την άρση των δεσμεύσεων που σχετίζονται με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που ακολουθεί η χώρα, τονίζοντας ότι δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει και πως η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ωστόσο ιδιαίτερη μνεία έκανε στο θέμα της χρηματοδότησης της οικονομίας, σημειώνοντας ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στην παρούσα φάση, πραγματοποιείται σε ένα περιοριστικό πλαίσιο τραπεζικής χρηματοδότησης όπου τα επιτόκια είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ευρωζώνης, και όπου η αύξηση στις χρηματοδοτικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερη της βελτίωσης που σημειώνεται στην πρόσβασή τους στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια ώρα που τις ελληνικές τράπεζες εξακολουθεί να «βαραίνει» το υψηλό απόθεμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), το οποίο σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία φτάνει στο 47,8% των χρηματοδοτήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και αντιστοιχεί 88,9 δισ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2018, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται για την αντιμετώπιση του προβλήματος αποδίδουν σύμφωνα με τους στόχους που τους έχουν τεθεί από τον SSM.
ΤΑΧΥΤΕΡΟΙ ΡΥΘΜΟΙ. Ωστόσο οι πιο φιλόδοξοι στόχοι που συμφωνήθηκαν με τον SSM έως το 2021 απαιτούν ταχύτερους ρυθμούς και δραστικές πρακτικές. Η μείωση των ΜΕΑ, αν και επώδυνη για τράπεζες και δανειολήπτες, απαιτείται για να απελευθερώσει πόρους που σήμερα είναι παγιδευμένοι σε μη βιώσιμες δραστηριότητες, ώστε να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Αν λάβουμε υπόψη μας τον υφιστάμενο αρνητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης η επίλυση του προβλήματος της αποτελεσματικής διαχείρισης των κόκκινων δανείων απαιτεί πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς μείωσής τους, δεδομένου ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει τον υφεσιακό της κύκλο και η περίοδος ανάκαμψης απαιτεί την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος. Σε θετική κατεύθυνση φυσικά είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου για να αρθούν θεσμικά και διοικητικά εμπόδια με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση των κόκκινων δανείων, ωστόσο ακόμα η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων με ό,τι σημαίνει αυτό για την οικονομία.
ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ. Φυσικά το πρόβλημα της χρηματοδότησης της αγοράς δεν επηρεάζεται μόνο από τα «εγκλωβισμένα κεφάλαια» των τραπεζών λόγω των κόκκινων δανείων. Για να δοθούν νέα δάνεια και κατ’ επέκταση ρευστότητα στην αγορά αναγκαία συνθήκη είναι να υπάρχουν βιώσιμες επενδυτικές προτάσεις και αξιόχρεοι δανειολήπτες. Η συνθήκη αυτή, όπως λένε τραπεζικά στελέχη, ακόμα ικανοποιείται σε πολύ μικρό βαθμό.
Σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο ακόμα δεν έχει βρει τις ισορροπίες του, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ευελπιστεί και στοχεύει εντός του 2019 να επιστρέψει στον πραγματικό του ρόλο, αυτόν του χρηματοδότη των επιχειρήσεων, σχεδιάζοντας νέες εκταμιεύσεις δανείων συνολικού ύψους 10 δισ. ευρώ, χωρίς να αποκλείει και αύξηση του ποσού αυτού, εφόσον οι συνθήκες το ευνοήσουν, δηλαδή τρέξουν με επιτυχία οι δράσεις και ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και παράλληλα οι συνθήκες στις διεθνής αγορές χρήματος το επιτρέψουν.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη από τα δάνεια ύψους 10 δισ. ευρώ που σχεδιάζουν να ρίξουν στην αγορά οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, σχεδόν το σύνολο θα αφορά νέα δάνεια σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας καθώς και τομείς που εκτιμάται ότι θα έχουν ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια ενώ μόλις το 10% – 15%, δηλαδή δάνεια ύψους 1 – 1,5 δισ. ευρώ, θα διοχετευθεί σε αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων που σήμερα αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά κρίνονται βιώσιμες και οι προβλέψεις για την ανάπτυξή τους είναι θετικές. Κλάδος στον οποίο αναμένεται να επικεντρώσουν το 2019 το ενδιαφέρον τους οι τράπεζες με στόχο την παροχή ρευστότητας μέσω νέων δανείων είναι αυτός του τουρισμού, ο οποίος αποτελεί δυναμικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας που τα τελευταία χρόνια και εντός κρίσης σημείωσε σημαντικά αποτελέσματα και στον οποίο ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά επενδυτικά προγράμματα στη δημιουργία μεγάλων και μικρών ξενοδοχειακών μονάδων.