Σ’ αυτήν την περίπλοκη, δύσκολη, πραγματικά δυσερμήνευτη περίοδο που διάγουμε, καθώς η Μεγάλη Βρετανία ζει μια άνευ προηγουμένου κρίση ενόψει του Brexit, τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στην ηπειρωτική Ευρώπη κερδίζουν ραγδαία έδαφος και οι ταραχές στη Γαλλία κάνουν τον Μακρόν να μιλήσει για δίκαιο θυμό και για σαραντάχρονη malaise που τώρα ξεσπά, οι ανησυχίες για ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης πυκνώνουν. Ζούμε σε μια στιγμή που οι κοινωνίες μας έχουν κατακλυστεί από μια παραλυτική αβεβαιότητα. Οι κοινές παραδοχές που συνείχαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ώς χθες, τα κοινά «αφηγήματα», ας τα πούμε, μοιάζουν όχι μόνο παρωχημένα, αλλά σχεδόν ακατανόητα. Η ευρωπαϊκή ιδέα φθίνει, απονομιμοποιείται. Και υπάρχουν πολλοί που φοβούνται ότι «το τρένο της διάλυσης έχει ήδη φύγει από τον σταθμό των Βρυξελλών», για να χρησιμοποιήσω την ανησυχητική, όσο και ζωηρή εικόνα με την οποία περιγράφει τις ανησυχίες του ο διευθυντής του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών της Σόφιας και εταίρος του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης Ιβαν Κράστεφ, στο «Μετά την Ευρώπη» (εκδ. Παπαδόπουλος).
Αλλά εγώ δεν είμαι σε θέση να μιλήσω με πολιτικούς, νομικούς ή οικονομικούς όρους γι’ αυτό το ενδεχόμενο – μπορώ μόνο να ανατρέξω στη λογοτεχνία και στο πώς το είδαν – εάν το είδαν – οι συγγραφείς του καιρού μας. Υπάρχουν ένα σωρό μυθιστορήματα στα οποία τίθεται το ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν η ναζιστική Γερμανία είχε θριαμβεύσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – από τον Ανθρωπο στο ψηλό κάστρο του Φίλιπ Ντικ, όπου οι δυνάμεις του Αξονα έχουν επικρατήσει και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν μοιραστεί ανάμεσα στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, ώς τη Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής του Φίλιπ Ροθ, όπου στις εκλογές του 1940 έχει κερδίσει αντί του Δημοκρατικού Φ.Ντ. Pούζβελτ, ο Pεπουμπλικανός υποψήφιος, εθνικός «ήρωας των αιθέρων», αλλά και αντισημίτης και προσωπικός φίλος του Xίτλερ, Tσαρλς Λίντμπεργκ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Αμερική, τη δημοκρατία της και τους Εβραίους της – για να μιλήσω μόνο για δύο πολύ χαρακτηριστικές αποτροπιαστικές μυθοπλασίες. Υπάρχουν επίσης αρκετές φανταστικές περιγραφές για το τι θα είχε γίνει αν οι Σοβιετικοί είχαν κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, λιγότερο ενδιαφέρουσες αυτές, και πάντως καμιά γραμμένη από κάποιον σοβαρό λογοτέχνη. Στα καθ’ ημάς έχει γίνει μια παρόμοια, σατιρική απόπειρα από τον Δημήτρη Φύσσα στο βιβλίο του Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος, όπου ο ΕΛΑΣ έχει κερδίσει στον Εμφύλιο και η Ελλάδα έχει την τύχη των όμορων σοσιαλιστικών χωρών.
Ποιος όμως έχει μιλήσει με όρους μυθοπλασίας για την πιθανή διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Στο μυθιστόρημά του Η πέτρινη σχεδία, ένας ποταμός που κυλάει από τη Γαλλία στην Ισπανία χάνεται μέσα στη γη και όλη η Ιβηρική Χερσόνησος αποκόπτεται από την Ευρώπη και πλέει στον Ατλαντικό, με κατεύθυνση προς δυσμάς. Η Ευρώπη, ανακουφισμένη, βλέπει τους απείθαρχους Ισπανούς και Πορτογάλους να απομακρύνονται, οι ΗΠΑ τούς περιμένουν ν’ αράξουν στη ζώνη επιρροής τους και η ευρωπαϊκή νεολαία βγαίνει στους δρόμους με το σύνθημα «Είμαστε Ιβηρες κι εμείς». Βιβλίο γραμμένο στα τέλη του 20ού αιώνα, η Πέτρινη Σχεδία συλλαμβάνει κάτι από τους εκ νέου αναδυόμενους εθνικισμούς του σήμερα, και βέβαια αποτυπώνει τη δυσπιστία των ελίτ των Βρυξελλών απέναντι στον «απείθαρχο» Νότο, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόταν ήδη από τότε ο νομπελίστας Πορτογάλος, και ταυτόχρονα την αντίδραση των νέων της Ευρώπης απέναντι στο ψυχρό, διεκπεραιωτικό, στερημένο από ενσυναίσθηση και κατανόηση για τους άλλους πρόσωπο αυτών ακριβώς των ελίτ.
Ιαν ΜακΓιούαν
Είναι, όμως, μόνο ο Σαραμάγκου που βλέπει το σπέρμα της διάλυσης σ’ αυτήν την «κοινότητα πεπρωμένου για τους Ευρωπαίους», όπως είχε αποκαλέσει την Ενωση ο Εντγκάρ Μορέν;
Ο Ιαν ΜακΓιούαν, στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Καρυδότσουφλο» (εκδ. Πατάκη), όπου ένα αμλετικό έμβρυο παρακολουθεί από την κοιλιά της μητέρας του την ίδια να δολοπλοκεί μαζί με τον εραστή της και αδελφό του πατέρα του – ένα διπλότυπο του ζεύγους Γερτρούδης και Κλαύδιου στο σαιξπηρικό δράμα – βάζει αυτό το έμβρυο να σκέφτεται το μέλλον του στον περίπλοκο κόσμο μας, όπως τον συλλαμβάνει καθώς αφουγκράζεται ό,τι συμβαίνει γύρω του και κυρίως καθώς ακροάται τις πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές που παρακολουθεί, ενώ το εγκυμονεί, η μητέρα του.
«Η Ευρώπη σε υπαρξιακή κρίση, ευέξαπτη και αδύναμη, ενόσω διάφορες ποικιλίες αυτάρεσκου εθνικισμού κουτσοπίνουν το ίδιο εύγεστο ζουμί. Σύγχυση αξιών, ο βάκιλος του αντισημιτισμού που επωάζεται, μεταναστευτικοί πληθυσμοί που δεινοπαθούν, θυμωμένοι και εξουθενωμένοι. Αλλού, παντού, καινοφανείς ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, οι υπερβολικά πλούσιοι μια ανώτερη φυλή, σε αβυσσαλέα απόσταση από τους άλλους». Διαπιστώσεις ακριβείς και στενόχωρες∙ θα αποθαρρύνουν, ωστόσο, αυτό το εν διαμορφώσει έμβρυο από το να κάνει τη θριαμβευτική του έξοδο στον κόσμο; Οχι βέβαια. Με τυπικά βρετανικό wit, ο ΜακΓιούαν, βάζει τον αγέννητο ακόμα ήρωά του να δηλώνει: «Θα κατοικήσω σε μια προνομιούχο γωνιά του πλανήτη – τη χορτασμένη, απαλλαγμένη από τους λοιμούς δυτική Ευρώπη. Την παμπάλαια Ευρώπη, αρτηριοσκληρωτική, σχετικά καλόγνωμη, βασανισμένη από τα φαντάσματά της, ευάλωτη στις επιθέσεις όσων χρησιμοποιούν την ισχύ τους για να τρομοκρατούν, αβέβαιη για τον εαυτό της, επιλεγμένο προορισμό για εκατομμύρια δυστυχισμένους. Η όμορη γειτονιά μου δεν θα είναι η ένδοξη Νορβηγία – η πρώτη μου επιλογή, εξαιτίας του γιγάντιου κρατικού επενδυτικού ταμείου της και των γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών της∙ ούτε η δεύτερη, η Ιταλία, λόγω της τοπικής κουζίνας της και της ευλογημένης από τον ήλιο παρακμής της∙ ούτε καν η τρίτη μου επιλογή, η Γαλλία, για το Pinot Noir της και την άνετη αυταρέσκειά της. Αντίθετα, θα κληρονομήσω ένα κάθε άλλο παρά ενωμένο βασίλειο, που το κυβερνάει μια ηλικιωμένη βασίλισσα η οποία απολαμβάνει τη γενική εκτίμηση, ενώ ένας μπίζνεσμαν – πρίγκιπας, φημισμένος για τις αγαθοεργίες του, τα ελιξίριά του (απόσταγμα κουνουπιδιού για να καθαρίζει το αίμα) και τις αντισυνταγματικές παρεμβάσεις του, περιμένει νευρικά το στέμμα του. Αυτή θα είναι η πατρίδα μου, μια χαρά πατρίδα. Θα μπορούσα να έχω ξεμυτίσει στη Βόρεια Κορέα, όπου η διαδοχή είναι επίσης αδιαφιλονίκητη, αλλά η ελευθερία και τα τρόφιμα ανεπαρκή».
Μα ασφαλώς, η Ευρώπη είναι ο καλύτερος τόπος να ζήσει κανείς – κατ’ εξοχήν ενοποιητικός της παράγων, εξάλλου, υπήρξε η οικονομική ευημερία – και οι παρατηρήσεις του συγγραφέα μας κάνουν να χαμογελάμε, κουνώντας συναινετικά το κεφάλι. Βέβαια το βιβλίο είχε γραφτεί πριν από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016, και κυκλοφόρησε δύο μήνες μετά τα οδυνηρά για τους ευρωπαϊστές της Αγγλίας αποτελέσματα. Διαπρύσιος υπερασπιστής της ακόμη στενότερης σύνδεσης της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο ΜακΓιούαν, όταν το περασμένο καλοκαίρι, ερωτήθηκε από τον Guardian, στο πλαίσιο μιας συνέντευξής του, τι απεχθάνεται περισσότερο στη ζωή του, είχε απαντήσει: «τους ψευδόμενους, ιδεολόγους Μπρέξιτερ, μια ματσωμένη ελίτ κυνικών λαϊκιστών που προσπαθούν να μας οδηγήσουν σε μια καταστροφική έξοδο από την ΕΕ». Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται τώρα.
Αλι Σμιθ
Γιατί το Brexit είναι ήδη εδώ, και μια άλλη αγγλίδα συγγραφέας, η Αλι Σμιθ, θα διοχετεύσει τη δυσθυμία της στη νουβέλα της Φθινόπωρο που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτης), μια μυθοπλασία που οι New York Times χαρακτήρισαν το «πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα περί Μπρέξιτ», λες και υπάρχουν και άλλα – αν και το πιθανότερο είναι να υπάρξουν, αφού οι βρετανοί συγγραφείς είναι έξοχοι στην διαυγή πρόσληψη του πολιτικού συμβάντος και στην επιτυχημένη λογοτεχνική του μετουσίωση.
Η Aλι Σμιθ είναι σπουδαία συγγραφέας και το βιβλίο της συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας σε χαώδη κατάσταση, αβέβαιης για τον εαυτό της, αβέβαιης για το πού πηγαίνει, μπερδεμένης από τη λαϊκιστική ρητορική ιδιοτελών πολιτικών περί ταυτότητας και εθνικής κυριαρχίας. Η πρώτη κιόλας παράγραφος της νουβέλας της είναι χαρακτηριστική: παίζοντας με την πρώτη φράση από την Ιστορία δύο πόλεων του Ντίκενς, η οποία αναφέρεται στη γαλλική επανάσταση («Hταν η καλύτερη απ’ όλες τις εποχές, ήταν η χειρότερη απ’ όλες τις εποχές»), η Aλι Σμιθ δεν διατηρεί τον διφορούμενο τόνο του Ντίκενς, αλλά γίνεται μελαγχολικά κατηγορηματική: «Hταν η χειρότερη απ’ όλες τις εποχές∙ η χειρότερη απ’ όλες τις εποχές. Eτσι συμβαίνει με τα πράγματα. Διαλύονται, πάντοτε διαλύονταν, και πάντα θα διαλύονται, είναι στη φύση τους».
Μισέλ Ουελμπέκ
Αν όμως η Aλι Σμιθ είναι απαισιόδοξη, τι θα μπορούσε να πει κανείς για τον Μισέλ Ουελμπέκ, τον βαθύτερα από κάθε άλλον πεσιμιστή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας; Στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο Υποταγή (εκδ. Εστίας), ο Ουελμπέκ φαντάζεται μια Γαλλία με μουσουλμάνο πρόεδρο, ο οποίος, αφ’ ης στιγμής κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή, και καταφέρει να πατάξει την εγκληματικότητα, να παροπλίσει ιδεολογικά τόσο τον τζιχαντισμό όσο και τον ταυτοτισμό της Aκρας Δεξιάς, να επιτύχει τη θρησκευτική ανοχή, ανοίγοντας διάλογο με τον καθολικισμό και τον εβραϊσμό, να καταπολεμήσει την ανεργία (έστω και περιορίζοντας τις γυναίκες στο σπίτι), να προσελκύσει άφθονο χρήμα (η Σαουδική Αραβία χρηματοδοτεί αδρά τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, από την οποία προέρχεται ο νέος gάλλος πρόεδρος) και να επεκτείνει την επιρροή της Γαλλίας προς νότον, βάζει τα θεμέλια για την υλοποίηση ενός πραγματικά πρωτοφανούς οράματος: να ανασυστήσει ένα πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό ιμπέριουμ, στα πρότυπα των παλιών Αυτοκρατοριών, μια νέα Ευρώπη που θα εκτείνεται από την Λισαβόνα ώς τη Βηρυτό.
Στην Υποταγή, ο Ουελμπέκ αναγνωρίζει την επέλαση του παραλογισμού και του ανορθολογισμού στην Ευρώπη, την ορμητική επανάκαμψη εθνικών ταυτίσεων που κάποτε θεωρούνταν εντελώς απονεκρωμένες, αλλά κυρίως την υπαρξιακή ανάγκη που βρίσκεται στη ρίζα κάθε ολοκληρωτισμού, θρησκευτικού ή πολιτικού: την ανάγκη απόδρασης από την ψυχρότητα (η Ευρωπαϊκή Ενωση, αλίμονο, έχει εκφυλιστεί σε μια διαχειριστική μηχανή), την τάση του σύγχρονου ανθρώπου να ενδώσει στην ανακουφιστική συνθήκη να αποφασίζουν άλλοι για λογαριασμό του και να επιστρέψει σε μια παιδικότητα χτισμένη πάνω σε βεβαιότητες που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο ή την αμφισβήτηση, τις οποίες ενσαρκώνει ο Αρχηγός. Αλλά αυτό που πάνω απ’ όλα υπογραμμίζει μέσω αυτής της «πολιτικής φαντασίας», όπως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Υποταγή, είναι το πόσο ολισθηρή είναι σήμερα η έννοια της Ευρώπης και κυρίως πόσο διολισθαίνει από τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η λογοτεχνία δεν δίνει απαντήσεις, αλλά θέτει ερωτήματα, συχνά πολύ νωρίτερα από την εποχή που αρχίζουν να τίθενται στην πραγματική ζωή. Είναι καλό και χρήσιμο να τα ακούσουμε.
Το κείμενο εκφωνήθηκε στην εκδήλωση «Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία σε αμφισβήτηση» που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών για την εθνική ανασυγκρότηση στις 11/12/2018