«Η πολιτική είναι τέχνη του παράλογου, ανεξαρτήτως εποχής» (Στέφαν Τσβάιχ). Οταν αυτό το δηλώνει ένας καταξιωμένος συγγραφέας που βρίσκει ή δεν βρίσκει ικανοποίηση στα ευπώλητα βιβλία του, αποκτά διπλή βαρύτητα, πέραν πάσης κοινοτοπίας. Η μυθοπλασία είναι η τέχνη του μεταβολισμού μιας εχθρικής ή ανησυχητικής πραγματικότητας σε κάτι περισσότερο «λογοκρατούμενο» ή μαθηματικώς αναμενόμενο, αν όχι πλήρως ελέγξιμο. Το πρόβλημα με τους λογοτέχνες, τους αληθινούς, είναι ότι δουλειά τους κύρια είναι ο μετασχηματισμός της καθημερινότητας σε κάτι συμπαγές, κρυστάλλινο κι «αιώνιο», απαράλλαχτο δηλαδή μέσα στον χρόνο. Λογοτεχνία είναι η τέχνη του ορθού λόγου με ψήγματα μεθοριακής, «παραβατικής» λοξοδρομήσεως από το απολύτως «λογικό». Ο περίφημος «μέσος όρος», η «κοινή γνώμη» και άλλες τέτοιες στατιστικές αφαιρέσεις συνήθως δεν ενδιαφέρονται για την υψηλή λογοτεχνία, αν δεν τη συνοδεύει κάποιος προσωπικός ή αστικός μύθος, αν δεν εικονογραφούνται με μελοδραματικό τρόπο οι μεγαλειώδεις ιστορικές ανακατατάξεις, αν δεν κολακεύονται τέλος οι ευκαιριακοί «μη επαρκείς» αναγνώστες νιώθοντας πιο ισχυροί, πιο δυνατοί, πιο «έξυπνοι» ή πιο «πρακτικοί» από τον επίμαχο συγγραφέα, αφού εν τέλει η διαφορά μεταξύ του «κανονικού», «φυσιολογικού» ανθρώπου κι ενός αυτόχειρα είναι ακριβώς η πλήρης ή ελλιπής λειτουργία του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, κατά πολύ δυνατότερου ακόμα κι από το γενετήσιο. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ: μια αυτοκτονία, ειδικά ενός πετυχημένου, καταξιωμένου ή αναγνωρισμένου επαγγελματία, δημιουργεί εκ προοιμίου έναν κάποιο μύθο γύρω από το άτομό του αφενός και γύρω από το έργο του αφετέρου. Αυτό το ξέρουν υποσυνείδητα όλοι οι καλλιτέχνες κι οι λογοτέχνες. Κι ενδεχομένως να το «χρησιμοποιούν» ή να λειτουργεί ερήμην στο βαθύ υπόστρωμα του ψυχισμού τους. Οπωσδήποτε η αυτοκτονία είναι πράξη ναρκισσιστική, απονενοημένο διάβημα ανώριμου εφήβου. Ακόμα κι ο Τόμας Μαν, που θαύμαζε τόσο τον ομότεχνό του, καταδίκασε την οικογενειακή αυτοκτονία του ζεύγους Στέφαν Τσβάιχ θεωρώντας την εύκολη λύση, διέξοδο εγωιστική, απόδραση από μια δυσχερή συγκυρία. Οποια όμως κι αν ήταν τα πραγματικά κίνητρα, διαμαρτυρία για την άνοδο κι επέλαση του ναζισμού, ανησυχία και φόβος για το μέλλον της Ευρώπης ή απλώς μια προσωπική διάλυση που επιταχύνεται από τα ιστορικά γεγονότα και γίνεται ανυπόφορη κάτω από το άχθος μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας σκοτεινής και δυσοίωνης, η πράξη της ιδιοχειρίας είναι τελειωτική κι αναπόδραστη, κατάφαση στον θάνατο ως λύτρωση, αντίφαση στη χαρά της ζωής και στα σκαμπανεβάσματα του βίου, στοιχεία που τρέφουν κάθε υγιή λογοτέχνη. Πέρα όμως από αυτές τις θεωρητικές επισημάνσεις, προσπαθώντας να ξεχάσω τα σχετικά, ξεντύνομαι από τις όποιες προκαταλήψεις και σκύβω πάνω από τη φωτογραφία. Δεν θέλω να ξέρω πως είναι ο Στέφαν Τσβάιχ και η Λότε Αλτμαν σε φτηνό μπανγκαλόου ενός ορεινού βραζιλιάνικου χωριού με το συμβολικό όνομα «Πετρόπολις». Αφήνω κατά μέρος και τη χρονολογία. Δεν είμαστε στο έτος 1942 αλλά στο 2018, στην Ελλάδα της κρίσης. Τι βλέπω;

Εναν μεσόκοπο κύριο, έπειτα από ένα μάλλον βαρύ μεθύσι, να αναπαύεται στην αγκαλιά της επίσης κοιμισμένης συντρόφου του, ενώ το ανοικτό του στόμα υποδηλώνει πως μπορεί να πάσχει από κρεατάκια, στραβό διάφραγμα ή ιγμορίτιδα. Τίποτα δεν υποδηλώνει θάνατο σε αυτήν τη φωτογραφία. Μήτε η καλοσφιγμένη σκούρα γραβάτα, μήτε το αριστερό χέρι της γυναίκας που πιέζει τρυφερά το δεξί χέρι του συζύγου της και το μικρό της δαχτυλάκι είναι κεκαμμένο σαν να ετοιμάζεται να σηκωθεί για να σερβίρει τσάι. Μήτε τα αντικείμενα στο πρόχειρο κομοδίνο δείχνουν κάτι δραματικό. Ενας τυχαίος μεσημεριάτικος υπνάκος, μια μέρα ζεστή και υγρή, αυτό είναι όλο. Μα μήπως έτσι είναι κι ο θάνατος όταν είναι συνειδητός, προδιαγεγραμμένος και δεν συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή τρόμου; Μήπως έτσι είναι η πραγματική απόδραση ενός βαρυποινίτη;

Οι συγγραφείς δουλεύουμε έχοντας σαν πρώτη ύλη τον ψυχισμό, τις αναμνήσεις, τις προσλαμβάνουσες εικόνες, με εργαλεία τις ευαίσθητες κεραίες, αλλά – κυρίως – τα παραμορφωτικά κάτοπτρα μιας «πραγματικότητας» που μας υπερβαίνει και την καθυποτάσσουμε γράφοντας. Οταν αυτή η «αλχημεία» αποτύχει ή χαθεί η ισορροπία για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε νιώθουμε γυμνοί, εξόριστοι, αποτυχημένοι, καταδικασμένοι, εγκλωβισμένοι, φυλακισμένοι σε ένα σώμα μακριά από τον αληθινό εαυτό μας που δεν πραγματώνεται εντός μας, έστω και μέσα από αυτό το ανώδυνο παιχνιδάκι της λογοτεχνίας, μέσα από το «λευκό ψέμα» μιας άρνησης αυτού που οι άλλοι βλέπουν και θεωρούν ως «πραγματικότητα». Μήπως, λοιπόν, αυτή ήταν η πραγματική αιτία της ομολογουμένης κατάρρευσης του Στέφαν Τσβάιχ, όταν πείστηκε πως τα εφιαλτικά μαύρα σύννεφα που πλάκωναν την Ευρώπη έφερναν έναν καινούργιο Μεσαίωνα κι όπως γράφει ο ίδιος σε έναν φίλο του, τον Φραντς, ο βιαστικός «ιδανικός αυτόχειρ» συγγραφέας δεν έχει, ως φαίνεται, την υπομονή να ευελπιστεί στην επόμενη Αναγέννηση, στο ξημέρωμα μιας καινούργιας αυγής μέσα από τα μαύρα σκοτάδια τής πιο ανάστερης νύχτας; Μήπως η επίγνωση της αδυναμίας να αλλάξουμε την πραγματικότητα μέσα από το έργο είναι η χειρότερη αποκάλυψη για έναν λογοτέχνη; Μήπως ένα οποιοδήποτε «κατά συνθήκην ψεύδος» μπορεί να μας κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από την Αλήθεια και τον Θάνατο, όπως στην «Αγριόπαπια» του Ιψεν; Παρ’ όλα αυτά, παρόλη την ενίσχυση του προσωπικού του μύθου από τη θεαματική, ζευγαρωτή αυτοκτονία του, ο Στέφαν Τσβάιχ «πουλάει» ακόμα μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα βιβλίων του, μεταφρασμένων σε διάφορες γλώσσες, είναι ο πλέον διαχρονικός και πολυδιαβασμένος γερμανόφωνος συγγραφέας των αρχών του εικοστού αιώνα, όμως αν δούμε την επιτυχία του σε αριθμούς, η ετήσια κυκλοφορία των βιβλίων του παγκοσμίως αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της γης. Μήπως αυτή η σκληρή διαπίστωση, αυτή η βεβαιότητα του μάταιου, μήπως αυτή η επίγνωση σκότωσε τελικά τον Στέφαν Τσβάιχ και όχι ο ναζισμός, ο φασισμός, ο απολυταρχισμός που βασάνισαν τους ανθρώπους για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα; Ας μην ξεχνάμε τη ρήση του Ηράκλειτου «πόλεμος πατήρ πάντων». Ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν ειρηνιστής, αν και δούλεψε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για το γερμανικό υπουργείο Αμυνας. Το έργο του είναι αμιγώς φιλειρηνικό, ουμανιστικό, ιδεαλιστικό και ο ίδιος ένας νεορομαντικός φιλόσοφος στην υπηρεσία ενός διαχρονικού και πάντα επίκαιρου Διαφωτισμού.

Στη φωτογραφία κοιμάται «τον ύπνον του δικαίου», αφού στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε στον βωμό των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη είναι το βαθύ αίτημα και το μυστικό που κάνει το έργο του περιζήτητο και τον ίδιο αξιομνημόνευτο, παρά την «πρόωρη» αποχώρησή του από αυτό το θέατρο που λέγεται κόσμος, «κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός, που όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται», για να θυμηθούμε τον συνάδελφό του Μεγάλο Αλεξανδρινό.

«Μόνο όταν περάσει μέσα από το φως και το σκοτάδι, τον πόλεμο και την ειρήνη, την άνοδο και την πτώση, μόνον τότε ο άνθρωπος μπορεί να πει ότι γνωρίζει πραγματικά τη ζωή» (Στέφαν Τσβάιχ). Αυτή η κατάφαση στο αναπόφευκτο κι αξεδιάλυτο «άσπρο – μαύρο» καθιστά την αυτοκτονία του μεγάλου αυστριακού και παγκόσμιου δημιουργού και προδιαγεγραμμένη κι εν πολλοίς αναμενόμενη. Εν δυνάμει είμαστε όλοι αυτόχειρες. Ειδικά όσοι γράφουμε. Αντέχουμε ίσως μόνον όσοι ταυτίζουμε τη «ζωή» με την «επιβίωση» για πάνω από μία μέρα, αυτή τη μέρα. Ακόμα μία. «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!» του νομπελίστα Σάμιουελ Μπέκετ.