Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν… όταν ξαναδιάβασα τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ». Η διακωμώδηση της συμβατικής λογικής, η αποκαθήλωση των δεδομένων μεγεθών,
το ανατρεπτικό χιούμορ, η πικρή ειρωνεία και η αποσταγμένη λύπη του πάντα σύγχρονού μας J. Swift με γέμισαν με την ίδια παλιά συγκίνηση της πρώτης ανάγνωσης.
Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα… Εγώ, πράγματι, γράφω ακούγοντας κλασική μουσική, συνήθως Μότσαρτ. Με βοηθάει.
Πιστεύω πως όλα είναι ρυθμός στην αφήγηση, όπως και σε κάθε έκφανση της ζωής. Μόνο τότε δικαιολογείται μια ιστορία, όταν αναδυθεί ο ρυθμός της. Ο ρυθμός είναι που δίνει υπόσταση στη γλώσσα και αναδεικνύει το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής… η «συνάντηση» με τον αυθεντικό εαυτό. Αυτή η καταβύθιση και ενδοσκόπηση επιτυγχάνεται σε μια μεστή όσο και απρόβλεπτη στιγμή, όταν διαισθανθείς πως είσαι πλέον σε θέση να «καθαρίσεις», να απαλλαγείς από έναν συγκεκριμένο φόβο. Και ύστερα όμως πάντα από οδυνηρή προηγούμενη πορεία.
Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν… Ο συγγραφέας δεν δικαιούται να είναι τιμητής. Η επιλογή ενός βιβλίου αποτελεί ατομική περιπέτεια και υπακούει σε βαθύτερες ανάγκες και προοπτικές του κάθε ατόμου. Αξιωνόμαστε να χριστούμε αναγνώστες κάποιου βιβλίου, το βιβλίο είναι που μας επιλέγει, μας αποδέχεται. Που μας προσφέρει φιλοξενία. Αν όμως σας μιλήσω με την τελευταία ιδιότητά μου, ως σχολικός σύμβουλος Φιλολόγων Αθήνας, θα σας έλεγα πως δεν υπάρχει μαθητής Λυκείου να μπει στη σχολική βιβλιοθήκη, δεν έχει τέτοιο χρόνο. Τα παιδιά τρέχουν διαρκώς στα φροντιστήρια, στο απάνθρωπο κυνήγι της παπαγαλίστικης αριστείας.
Η κριτική που αποδέχομαι αφορά… Η κριτική αποτίμηση ενός έργου τέχνης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του. Ωστόσο, «είμαστε η ερμηνεία μας». Και οι κρίνοντες, βέβαια, κρίνονται. Πάντως ακούω την κριτική, όσο μπορώ.
Η αυτοκριτική ξεκινάει από… Η αυτοκριτική είναι δόλιος και ξεπεσμένος τρόπος πολιτικής αποκάθαρσης. Ο λογοτέχνης ελπίζει γράφοντας να αποσείσει την αμεσότητα του πραγματικού, να αναδείξει μια καινούργια, παρηγορητική πραγματικότητα. Δεν έχει να απολογηθεί, ούτε και για τις κουτσές ακόμα αφηγήσεις του. Σκάβει μέσα του και ό,τι εξορύττει, αυτό επιδεικνύει. Την επόμενη φορά μπορεί ίσως να βρει και πιο πολύτιμο υλικό.
Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι… Κάθε ιστορία έχει-κρύβει τη δική της αρχή. Τον μίτο της Αριάδνης. Πρέπει οπωσδήποτε να τον βρεις για να ξετυλιχθεί η ιστορία σου. Θυμάμαι αυτή τη στιγμή την αρχή από «Το τέλος της ζήλειας» του M. Proust: «Μην κλαίτε έτσι, κύριε Αλέξη, ο κύριος ιπποκόμος ίσως σας χαρίσει άλογο».
Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας ή τη «λογοτεχνία της κρίσης», σκέφτομαι ότι… κρίση της λογοτεχνίας δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτά τα επικαλούνται όσοι στοχεύουν να ακυρώσουν την προσωπική έκφραση και τον ανατρεπτικό ρόλο της τέχνης. Η αυθεντική ύπαρξη θα αναζητεί διαρκώς νέους τρόπους να μιλήσει, να επιτύχει την υπέρβαση των ορίων της και να δημιουργήσει άλλες πραγματικότητες. Και, «εν αρχή ην ο λόγος». Οσο για τη «λογοτεχνία της κρίσης», βρίσκω αυτή τη θεματολογία ύποπτη και δόλια. Ο συγγραφέας δεν κάνει κοινωνιολογία, δεν γράφει εμπρόθετα για να προτείνει λύσεις, δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Ωστόσο κάθε καλλιτέχνης είναι δυνατόν να βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο μια κατάσταση. Εάν αναπαριστώντας την πείθει και αναδεικνύει βαθύτερες αλήθειες, αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί σε συνολικές εκφράσεις, λογοτεχνία της κρίσης κ.λπ., πιστοποιεί μόνο την ατομική πρόσληψη του συγκεκριμένου συγγραφέα. Οι παρόμοιες ομαδοποιήσεις επομένως αποτελούν επινοήσεις κοινωνιολογικής λογικής.
Το μυθιστόρημα «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Καστανιώτη