Το ερώτημα του φιλοσόφου της τέχνης Arthur Danto «τι είναι αυτό που το λένε τέχνη» εγείρεται συχνά τις τελευταίες δεκαετίες. Νέα ζητήματα ανακύπτουν από τη διάνοιξη του πεδίου, από την εισβολή νέων μέσων στον χώρο των εικαστικών τεχνών, από την κατάλυση των ορίων και των σταθερών δομών, δημιουργώντας απορίες, επιζητώντας απαντήσεις. Ποιος θα μπορούσε να θέσει ευκρινέστερα τα ερωτήματα από μια καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Τέχνης, όπως η Φαίη Ζήκα, η οποία προσεγγίζει τα φιλοσοφικά ζητήματα εν απορία, δηλαδή αναζητώντας τον πόρο, τη δίοδο προς την καταύγαση των εννοιών. Στο βιβλίο της καταδύεται στις πηγές, αναζητεί τη θεωρητική προϊστορία των θεμάτων που θίγει, ιχνηλατεί τη διαδρομή κάθε αναδυόμενου «γιατί». Πώς και πότε υποβαθμίστηκε ο καλλιτέχνης ως δημιουργικό υποκείμενο και πώς επανέρχεται στη σύγχρονη τέχνη; Πώς εισβάλλει το σώμα σ’ αυτήν; Εχουν ήχο τα χρώματα και χρώματα οι ήχοι; Πώς συντελείται η πολυαισθητηριακή προσέγγιση του έργου τέχνης; Είναι τέχνη το φαγητό; Αποτελούν οι κήποι ολικό έργο τέχνης; Ερωτήματα που προσεγγίζει με απλότητα και οξύνοια, εμβρίθεια και διαύγεια.
Θα ‘θελα, ωστόσο, να σταθώ σε ένα από τα κείμενά της, που εστιάζει στην επαναφορά του ενδιαφέροντος για τη συναισθησία με αφορμή τη σχέση χρώματος και ήχου, ζωγραφικής και μουσικής. Συναισθησία είναι η διασταύρωση αισθητηριακών σημείων κατά τρόπο που ο ερεθισμός μιας αίσθησης συχνά προκαλεί μιαν άλλη: για έναν συναισθησιακό το μοβ χρώμα μπορεί να μυρίζει σαν ακτινίδιο, μια καραμέλα μέντας να μεταφέρει την αίσθηση του φρεσκοκουρεμένου γρασιδιού. Ο φυσικός Ρίτσαρντ Φέινμαν έβλεπε το n των εξισώσεων όχι απλώς ως «βιολετί, μα ως ένα απαλό βιολετί που φέρνει προς το γαλαζωπό», ενώ το γράμμα w ήταν για τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ ένα «μουντό πράσινο, συνδυασμένο κάπως με βιολετί». Η ιστορία της τέχνης και των γραμμάτων είναι εποικισμένη με δεκάδες ανάλογα παραδείγματα συναισθησίας ανάμεσα σε συγγραφείς, ζωγράφους (Καντίνσκι) και μουσικούς (Λιστ, Σκριάμπιν, Ρίμσκι – Κόρσακοφ). Κορυφαίος ανάμεσά τους, ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο οποίος στο πολύτομο έργο του «Διατριβή περί ρυθμού, χρώματος και ορνιθολογίας» περιέγραφε τα χρώματα σε αντιστοιχία με συγκεκριμένες συγχορδίες, από τα απλά («χρυσό και καφέ») ώς τα υπερσύνθετα («κυανοϊώδεις βράχοι, διάστικτοι με μικρούς γκρίζους κύβους, μπλε του κοβαλτίου, βαθύ πρωσικό κυανό, τονισμένο με μια ιδέα βιολετί ιώδους, χρυσό, κόκκινο, πορφυρό, άστρα από μοβ, μαύρο και λευκό»), ενώ στις παρτιτούρες του σημείωνε χρώματα πλάι στις λοιπές οδηγίες. Στο δεύτερο μέρος του συγκινητικού του «Κουαρτέτου για το τέλος του χρόνου» ο πιανίστας παροτρύνεται να επιδιώξει «γαλαζοπορτοκαλί» συγχορδίες, ενώ στα «Χρώματα της ουράνιας πόλης» οι μουσικοί καλούνται να παίξουν έχοντας κατά νου το «κίτρινο του τοπάζιου» για ένα ηχητικό κλάστερ, το «ζωηρό πράσινο» για ένα άλλο, μια χρωματική παλέτα που άλλαζε συνεχώς.
Το παράδοξο της συναισθησίας
Το κείμενο της Ζήκα «Ο ήχος του χρώματος» εξηγεί βήμα βήμα το παράδοξο της συναισθησίας, διερευνώντας αν πρόκειται για μια ανταπόκριση δεμένη με τη συνείδηση, αν χρειάζεται να έχεις επίγνωση της σημασίας αυτού που βλέπεις για να βιώσεις την εμπειρία της συναισθησίας, αν επέρχεται στα πρώιμα στάδια της αντίληψης, πριν ο εγκέφαλος προσδώσει σημασία σε ό,τι προσλαμβάνει η όραση. Η έρευνα του φαινομένου της συναισθησίας είναι ένα παράθυρο στη σκέψη, υπογραμμίζει η συγγραφέας, αλλά και ένας τρόπος να ερευνήσουμε τη νευρολογική βάση γοητευτικών φαινομένων όπως η μεταφορά, αφού ο γράφων που παραβαίνει την κυριολεξία δεν αποσκοπεί, βέβαια, σε πλαστογράφηση του αρχικού δεδομένου, αλλά μάλλον βλέπει (και αισθάνεται) διαφορετικά τα πράγματα. Οσο για τις λέξεις, όπως είχε γράψει ο Κωστής Παπαγιώργης στα «Λάδια ξίδια» του, αυτές αναμφίβολα κατονομάζουν, χαρακτηρίζουν, περιγράφουν, αλλά ουδέποτε κατοπτρίζουν, εκτός κι αν δεν τις διαβάζει κανείς απλώς, δεν τις ακούει, αλλά τις βλέπει, τις γεύεται και τις μυρίζει. Οπως οι λέξεις της Φαίης Ζήκα, που εισέρχονται κι αυτές, στην αντίληψη του αναγνώστη, ως «φωτισμός».
Φαίη Ζήκα
Απορία τέχνες και σκέψεις κατεργάζεται
Εκδ. Αγρα, σελ. 184
Τιμή: 13,90 ευρώ