1. Κατερίνα Ηλιοπούλου
Η ποιητική εμπειρία είναι σωματοποιημένος χρόνος
Είμαστε έρμαια του χρόνου, υπνοβάτες, εξόριστοι από το πραγματικό. Εχουμε αισθήσεις αλλά δεν έχουμε πλήρη αντίληψη των αισθήσεών μας. Βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε, ερήμην μας, οι αισθήσεις μας δεν συλλαμβάνουν την πραγματικότητα σε όλο της το εύρος. Αυτή είναι η καθημερινότητα, η στατιστική της ζωής μας. Ομως ούτε τον χρόνο μπορούμε να συλλάβουμε, ζούμε ανάμεσα σε χρονικότητες, το παρελθόν και το μέλλον, με τους απολογισμούς μας και τις προσδοκίες μας, ανίκανοι να συλλάβουμε το παρόν που μας διαφεύγει.
Η ποιητική εμπειρία είναι αυτό ακριβώς: σωματοποιημένος χρόνος. Είναι το απόλυτο παρόν του εαυτού μας μέσα στον τόπο και τον χρόνο, σαν ένα ξύπνημα στην ήδη συνειδητή ζωή. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη όλα ζωντανεύουν, γίνονται ανάγλυφα σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά. Είναι ιδιωτικό και αμετάδοτο, μέσα σου κινείται η ίδια η ζωή, η επιθυμία. Το αναγνωρίζεις αυτό; Μα ναι, σίγουρα όλοι μετέχουμε σε αυτό. Είμαστε συνένοχοι στο ανέφικτο της αντίληψης της στιγμής, και στο θαύμα που συμβαίνει όταν τη συνειδητοποιούμε. Είναι μια εμπειρία που εγγράφεται στην ποιητική μας μνήμη, εκεί που δεν είμαστε το κοινωνικό μας εγώ αλλά ο εαυτός μας. Μια σπάνια συνθήκη όπου ο χρόνος μένει ακίνητος για λίγο και μπορούμε σχεδόν να τον αγγίξουμε. Ενας θύλακας ενότητας. Ο κόσμος σε δέχεται στην αγκαλιά του, αλλά κι εσύ τον περικλείεις. Κάθε στοιχείο που σε περιβάλλει, οργανικό και ανόργανο βρίσκει τη διαχρονική του διάσταση και το δικαίωμά του να υπάρχει, τη μοναδικότητά του. Αναδύεται από την αφάνεια στην υλικότητα της αντίληψής σου. Από το μικρότερο πετραδάκι, μέχρι τους άλλους γύρω σου και τα σύννεφα στον ουρανό. Ξαφνικά τα πάντα έχουν νόημα και αντιλαμβάνεσαι τους δεσμούς ανάμεσά τους, με τις αισθήσεις σου νοηματοδοτείς την ύπαρξή σου. Το φθαρτό σου σώμα δονείται και μόνο από το γεγονός ότι αναπνέεις. Είσαι κομμάτι του κόσμου εφήμερο και αιώνιο.
2. Γιάννα Μπούκοβα
Στην παραδοξολογία της κβαντικής φυσικής
Πάντα ένιωθα να με ελκύουν, να με υπνωτίζουν θα έλεγα, όσο πολύ λίγα ποιήματα το έχουν κάνει, οι απορίες του Ζήνωνα: το παιχνίδι της λογικής και του παράλογου, το άλυτο, το άπειρο που σε παγιδεύει. Με τον ίδιο τρόπο – σαν ποιήματα εξαιρετικής ποιότητας – διαβάζω και τα κοάν των ζεν δασκάλων. Βρίσκω μεγάλη ποιητική δυναμική στη χρήση του μεταφορικού λόγο στη σύγχρονη φυσική, στην αφήγηση με λέξεις των φυσικών φαινομένων. Πιστεύω ότι εκείνη η στιγμή που σε μια διάλεξη του 1967 επάνω στις ιδιότητες του «αντικειμένου βαρυτικής κατάρρευσης» κάποιος διέκοψε τον ομιλητή, ο οποίος σκόνταφτε συχνά στη μακριά ονομασία, και του πρότεινε: «Γιατί δεν το λες απλά “μαύρη τρύπα”;», ήταν στιγμή ποίησης. Η αντικατάσταση δηλαδή του αδιάφορου και περιγραφικού όρου της φυσικής με μία φράση αρχετυπικών διαστάσεων που στοιχειώνει από τότε τη συνείδηση του σύγχρονου άνθρώπου, τη θεωρώ πράξη ποίησης. Βρίσκω μεγάλη γοητεία στην παραδοξολογία της κβαντικής φυσικής, στην αρχή της απροσδιοριστίας, στο αναπόφευκτο του «αποτυπώματος» του παρατηρητή επάνω στο φαινόμενο που εξετάζει. Ακούγονται στο αφτί μου σαν τις εύστοχες διατυπώσεις μιας αισθητικής θεωρίας. Πρόσφατα με συγκλόνισε ο τρόπος με τον οποίο ένας μαθηματικός μιλούσε για το άπειρο:
«Το άπειρο είναι άχρηστο και λασπώδες. Ψάχνουμε μέσα του νόμους και μηχανισμούς, και στους τόνους λάσπης βρίσκουμε ψήγματα χρυσού». Γενικώς πιστεύω ότι όταν η σκέψη φτάνει στο παράδοξο και το άπειρο, πάντα ακουμπάει στην ποίηση.
3. Μαρία Τοπάλη
Στο πάθος για δημιουργία, σθένος για ανάληψη κινδύνου
Στα νομικά μαθαίνουμε ότι έμπορος, γυναίκα ή άντρας, είναι αυτός που, με ρίσκο, διαμεσολαβεί ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή. Υπάρχουν, ωστόσο, και αυτές ή αυτοί που παράγουν και, στη συνέχεια, εμπορεύονται οι ίδιοι τα προϊόντα τους. Στη λαϊκή αγορά, όπου οι παραγωγοί στήνουν τον πάγκο τους στον δρόμο, μεταμορφώνοντας για λίγες ώρες το κανονισμένο τοπίο της καθημερινότητας σε πανηγύρι, η διαδικασία αυτή, από την παραγωγή στην κατανάλωση, οδηγεί συχνά και σε πολύ αξιόλογα γλωσσικά ξεσπάσματα, γεμάτα ρυθμό και χιούμορ («πάρτε πορτοκάλια, είναι γλυκά, σαν την κοπέλα που περνάει τώρα από μπροστά»). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ποίηση: καλλιεργούμε και μορφώνουμε το αίσθημα «με λογισμό και μ’ όνειρο» και αναλαμβάνουμε, κατόπιν, το ρίσκο της γλωσσικής κατασκευής του για να το προσφέρουμε σε έναν δημόσιο χώρο, με ό,τι προσδοκά η καθεμιά μας κι ο καθένας ως αντάλλαγμα. Η έμφαση είναι, όσο για μένα, οπωσδήποτε στο ρίσκο: αυτό μεγαλώνει τα κέρδη και του εμπόρου και του ποιητή. Καλές είναι οι σπουδαίες ιδέες, η φροντίδα, η επιμέλεια, αλλά χωρίς το ρίσκο ο έμπορος θα ήταν δημόσιος υπάλληλος και ο ποιητής ένας βιρτουόζος των νεκρών γραμμάτων. Ταυτίζω, άραγε, την ποιητικότητα με το ρίσκο; Θα μπορούσε να την αναγάγει κανείς σε χαρτοπαικτική μπλόφα; Σε ακροβασία; Οχι, καθόλου: γιατί το ρίσκο του παραγωγού και του εμπόρου, για το οποίο μιλώ εδώ, είναι ρίσκο δημιουργικό, διαπλαστικό και όχι τυχοδιωκτικό, κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ποιητή και τον χαρτοπαίκτη. Αισθάνομαι, λοιπόν, διάχυτη και ορμητική την ποιητικότητα τόσο όταν διαλαλεί κανείς με έξυπνες ατάκες τις φρέσκες ντοματούλες που με κόπο έχει αναθρέψει με χώμα και νερό όσο και όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τη διαφήμιση ενός νέου, καινοτόμου προϊόντος (ναι, η καινοτομία είναι μια πολύ ποιητική υπόθεση). Οπου υπάρχει πάθος για δημιουργία, σθένος για ανάληψη κινδύνου και έντεχνη έκλυση των παραπάνω μέσα στη γλώσσα, εκεί φωλιάζει, και πάντα, ευτυχώς, θα φωλιάζει, ό,τι καλούμε ποιητικότητα.
4. Αλέκος Λούντζης
Θαύματα και ρουτίνες, ως έχουν όλες οι τελετουργίες
Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων ή έστω μνημόσυνα. Οταν δεν έχετε μαντέψει τη δύναμη που κάνει την αγάπη εφάμιλλη του θανάτου.
«Ρομαντικός επίλογος», Νίκος Καρούζος
Ισως όχι αυτά που φαντάζεστε ή εκείνα που κι εγώ θα επιθυμούσα, και όμως, σε αυτό το απέραντο κοιμητήριο, με ξένους, μεταξύ των, κεκοιμημένους, με αγουροξυπνημένους περαστικούς, με την τρικυμία της υπερτροφικής πόλης να αφρίζει στα όριά του, γίνονται θαύματα…
Θαύματα και ρουτίνες, ως έχουν όλες οι τελετουργίες, μοτίβα που κεντάνε και μοτίβα που απλώς περνάνε, κι όπου, όταν κάποτε ο πυρετός του περάσματος υπερτερεί της διεκπεραίωσης, θάλλει μια στιγμιαία συνειδητοποίηση. Και ας είναι αργά για το τιμώμενο πρόσωπο, και ας ήρθες σήμερα από κοινωνική υποχρέωση, και ας μην είναι ακόμη η σειρά σου.
Αλλά και στην άλλη μπάντα, για τον πρώτο συνομήλικο φίλο, σε ηλικία που ο πόνος πολλαπλασιάζεται με τα χρόνια που λείπουν, ή για τον εκατονταετή δάσκαλο, που μας έμαθε και να ακούμε και να ακουγόμαστε, η πυρηνική αίσθηση είναι πάντα ίδια. Το τέλος της διαδρομής δεν δικαιώνει, αλλά εξισώνει, δημιουργεί ρεύμα που διαπερνάει τα σώματα, που έστω για ελάχιστο ενώνει την οικουμένη· την αρπάζει στην ίδια χούφτα και την αφήνει στο ίδιο τίναγμα. Το ρίγος των αγνώστων τους βαφτίζει συγγενείς, και μάλιστα ιδανικούς, ανιδιοτελείς και προσωρινούς. Σε αυτό το άβατο ξέφωτο, σε νεκρό χρόνο, στους περαστικούς συγχωρούνται τα πάντα ενώ μεταξύ μας δεν χαρίζεται ούτε στεναγμός.
Μόνη η ντροπή για τους οικείους
πραγματικά ανυπόφορο συναίσθημα
ασυγχώρητη, αχώνευτη, ανοίκεια
οριακή δοκιμασία αγάπης
Το δικό μας πένθος είναι πάντα εξ αδιαιρέτου· αν ένας το ευτελίσει, εκθέτει όλη την άμυνα. Το ξένο είναι πέραν πάσης κριτικής· το βλέμμα δεν καταγράφει τους παριστάμενους, μόνο καθρεφτίζει την ευγνωμοσύνη του μοιράσματος, είναι η πιο ανεκτική μας φορεσιά, η πιο ανοιχτή αγκάλη.
Οι κηδείες στην κοινότητα έχουν την κατακόρυφη συγκίνηση του συλλογικού αποχαιρετισμού, τον αποχωρισμό που αφήνει μια θέση κενή. Τα περάσματα στην αχανή αριθμημένη έκταση, εκτός κάδρου, χαράζουν ένα μονοπάτι, στενό, σύντομο αλλά καθοριστικό. Το περπατάς αργά, πλάι στις ασβεστωμένες μάντρες και αποτυπώνεις κάθε μέτρο της διαδρομής που ξέρεις ότι θα κληθείς να επαναλάβεις.
Μετράς, από μέσα, πόσα βήματα χρειάζονται για να διασχίσεις την οδό, που κάπως περιπαικτικά ονομάζεται «αναπαύσεως», πόσα πνευμόνια σου λείπουν για τη μεγάλη εισπνοή όλων αυτών των λουλουδιών που κανείς δεν πρόκειται να μυρίσει, πόσες φορές έχεις μαλώσει τον εαυτό σου να μη δίνει βεβιασμένες υποσχέσεις στο κατώφλι αυτής της θύρας. Ελεος πια, (ίσως να) υπάρχει και θεός!
5. Παναγιώτης Ιωαννίδης
Το ποίημα παραμονεύει
Αναλογίζομαι πώς να αποκριθώ στην ερώτηση, χωρίς να επαναλάβω όσα έχω πει στο πρόσφατο συλλογικό δοκιμιακό βιβλίο Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018). Σπεύδει τότε η Τύχη – συχνά συμβαίνει – με τη μορφή μιας είδησης απ’ το ραδιόφωνο. Είναι η 100ή επέτειος της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο εκφωνητής του σύντομου δελτίου στο διαδικτυακό BBC Radio 3 ανακοινώνει ότι σήμερα θα ακουστεί ξανά, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του – λίγες μονάχα μέρες πριν να λήξει ο πόλεμος εκείνος – η στρατιωτική σάλπιγγα του βρετανού ποιητή Wilfred Owen. Που άκουγε μουσική μες στου καθήκοντος την σιωπηρότητα, όπως λέει ένα από τα δυνατά – και σήμερα ακόμη – αντιπολεμικά ποιήματά του, γραμμένα για να στεγάσουν μα και να κατασιγάσουν τους λιμούς αισθημάτων και σκέψεων που ενέσκηψαν το 1914.
Πλάι στον τάφο του, στη Βόρεια Γαλλία, θα ηχήσει, λέει, ξανά, η σάλπιγγα αυτή: στρατιώτης την απέσπασε ως γερμανικό λάφυρο το 1917.
Εγραψε τότε στον αδελφό του: Σε σκεφτόμουν καθώς απαγκίστρωνα τη σάλπιγγα απ’ τον εξοπλισμό κι έχοντας τότε ιδιαιτέρως ευγενή διάθεση, σκόπευα να σ’ τη χαρίσω κάποια μέρα. Ομως τώρα την παραγάπησα και αδύνατον να την αποχωριστώ!
Αραγε φύσηξε ποτέ ο ίδιος μες στο αντίπαλο μέταλλο; Καθάρισε το επιστόμιό του πριν; Με τι; Είχε μήπως πρωτύτερα και σάλπιγγα δική του; Την εγκατέλειψε τότε για χάρη αυτής του εχθρού του;
Οι απορίες συνωστίζονται – και ωθούν στη μνήμη την Tate Britain, τον κρύο Μάρτιο του 2016. Στα Μουσικά Οργανα που ο Πόλεμος Κατέστρεψε, μες στη μακρόστενη Duveen Gallery με τους ψευδο-ιωνικούς κίονες, η Susan Philipsz είχε βάλει ν’ ακουστούν, από ντουντούκες κρεμασμένες ψηλά, 14 ηχογραφήσεις βρετανικών και γερμανικών χάλκινων και ξύλινων πνευστών που είχαν υποστεί φθορές σε πόλεμο: από το 1815 στο Βατερλώ ώς το 1945 στο Βερολίνο.
Επαιζαν – όπως μπορούσαν πια – το «Τελευταίο Σιωπητήριο», που αρχικά ειδοποιούσε τους στρατιώτες πως ήταν πια ασφαλής η επιστροφή τους στο στρατόπεδο, μα που κατέληξε εξόδιο σάλπισμα. Ομως η καλλιτέχνις είχε κατακερματίσει τα ηχογραφήματα – που, ούτως ή άλλως, συχνά δεν ήταν παρά (με τα λόγια της) η ανάσα του μουσικού καθώς εκπνέει μες στο στραπατσαρισμένο όργανο.
Δημοσιογραφικά ευρήματα – για την εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο· τους Αθηναίους του ’50 που πήγαιναν τα κοστούμια τους στους ράφτες να τους τα γυρίσουν μέσα-έξω· τον νιώτη κτηνοτρόφο που μιλάει για τις γίδες του – με οδήγησαν σε ποιήματα στο παρελθόν.
Τώρα, μια τυχαία είδηση ταίριαζε με μιαν έντονη ανάμνηση – κι οι δυο έσερναν πίσω τους πλήθος λεπτομέρειες, ποικίλων προελεύσεων.
Το ποίημα παραμονεύει.
6. Δήμητρα Κωτούλα
Σε ό,τι μοιράστηκε μαζί μας το πένθος για το φθαρτό της ύπαρξής μας
«…κι όμως, ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γη»
Φ. Χαίλντερλιν
Οταν σκέφτομαι το «ποιητικό», σταματώ κι ανακαλώ ό,τι μπορεί να συλλαμβάνει την πραγματικότητα πέραν των φαινομένων και των εκδηλώσεων της βούλησης. Συλλογίζομαι τις συνθήκες εκείνες που μας αποκαλύπτουν τον υψηλό σκοπό της ύπαρξής μας, διαβεβαιώνοντάς μας, έξω από κάθε ισχύ ή ηδονή, ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ένα σφάλμα. Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Πού, πώς μπορεί ν’ ανιχνευθεί, να επισυμβεί, ή και να διασωθεί κάτι τέτοιο;
Οταν σκέφτομαι το «ποιητικό», σταματώ κι ανακαλώ τη μυρωδιά της μεγάλης πόλης μετά τη βροχή, το θρόισμα της φωνής της πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, ενώ διηγείται για εκατοστή φορά το τελευταίο παραμύθι εκείνης της νύχτας, τα χρυσάνθεμα του φθινοπώρου, τις κουβέντες που μοιραστήκαμε στο βορινό μπαλκονάκι, τότε στο νησί, με θέα τη θάλασσα, ένα χέρι να μου προσφέρει μια ανεμώνη, τη γλύκα στον χτύπο του αίματος γερμένη στο μπράτσο του αγαπημένου μου, το ρυθμικό λίκνισμα των αναμμένων λόφων σπαρμένων στάχυα, τη βοή του τρένου που διασχίζει την ύπαιθρο ζαχαρωμένη από πάχνη και ψιλό χιόνι μέσα σε νύχτα, την αχνισμένη ανάσα του χειμωνιάτικου δάσους, τον ήλιο να τυφλώνει τον καλοκαιριάτικο κήπο, δυο – τρεις παπαρούνες ν’ ανάβουν στον ξερό βράχο, μια χούφτα νότες στο βάθος ενός κλειστού διαδρόμου, τη λαχτάρα στο παιδικό της βλέμμα ενώ στριμώχνεται, μες στη χριστουγεννιάτικη φάτνη, για να βρεθεί όσο γίνεται πιο κοντά στον μικρό Χριστό.
Οταν σκέφτομαι το «ποιητικό» σταματώ κι ανακαλώ στιγμές με σαφή την αίσθηση μιας συμπαντικής πληρότητας, μη συνειδητοποιημένης κυρίως. Εκεί που διασώζεται για μένα η «ποιητικότητα» είναι σε ό,τι μοιράστηκε μαζί μας το πένθος για το φθαρτό της ύπαρξής μας, τον θρίαμβο για το αθάνατο της ψυχής της. Και κάτι τέτοιο, συνήθως, οξύνει την οδύνη μας, πλαταίνει τη χαρά μας, μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα την ανθρώπινη ευθύνη μας. Οι συνθήκες που, για μένα, ορίζουν το «ποιητικό» αναφέρονται σε ό,τι ανασήκωσε για λίγο το δίχτυ από τα πρόσωπα και τα πράγματα στεριώνοντάς τα στο φως της ελεύθερης βούλησης, της ιδιαίτερης ζωής τους, αφορούν, εν τέλει, ό,τι από αμηχανία και μόνο θα ορίζαμε ως τέτοιο, «ποιητικό», μην ξέροντας στο βάθος τι ακριβώς εννοούμε με αυτό.
7. Λένια Ζαφειροπούλου
Σπάνια σημεία όπου οι υπόγειοι ποταμοί αναβλύζουν ως ορατές πηγές
Παρ’ όλο που είναι λάθος να αρχίζει κανείς με αρνητικές δηλώσεις, θα ομολογήσω ότι δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς είναι ποιητικότητα. Αν ποιητικότητα είναι η ρυθμικότητα, τότε τη βρίσκω σε πολλά σημεία της φυσικής και έντεχνης ζωής: στην αρχιτεκτονική των φυτών, στην κίνηση των ζώων, στις τελετουργίες και σε όση εθιμοτυπία μάς έχει απομείνει. Αν ποιητικότητα είναι η ελλειπτικότητα, τη βλέπω στις φράσεις που δεν ολοκληρώνονται από χαρά ή από φόβο ή από ανέφικτα αισθήματα. Αν είναι το μη ωφέλιμο, τής υποκλίνομαι στις αρχαίες, ταφικές τέχνες που ήταν φτιαγμένες για να μην τις δει ποτέ κανείς. Αν είναι η αρρώστια του ιδεώδους, τη βλέπω και καθόλου δεν την εμπιστεύομαι στην αναπόφευκτη τάση του εγκεφάλου να στέφει με δάφνες οτιδήποτε μακρινό: το παρελθόν, τα μη πεπραγμένα, τα απόρθητα. Αν είναι η αυταρέσκεια του αισθήματος, μου εμφανίζεται σ’ ένα περίπτερο, ένα δέντρο ή μια γωνία του πάρκου, μόνο και μόνο επειδή η δική μου παιδική ηλικία πέρασε από εκεί. Με τρόμο τότε, σε λιγοστές στιγμές διαύγειας, καταλαβαίνω πως δεν με συγκινεί το πάρκο, το περίπτερο ή το δέντρο αλλά και πάλι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Και άρα εδώ μπαίνω στον πειρασμό να υποθέσω πως ποιητικότητα είναι η αλήθεια για τα πράγματα, αλλά ο πειρασμός είναι επικίνδυνος και τον παρακάμπτω. Φτάνω στην ποιητικότητα ως παραεισαγωγέα και λαθρέμπορο εννοιών. Ως παράνομο διακινητή: αυτή μπορεί σ’ όλες τις εποχές κι απ’ τα υπόγειά της να διακινεί λαθραία τις έννοιες που το σκοτάδι του άλλοτε και το φως του σήμερα απαγορεύουν. Τέλος έρχομαι και στην παρήγορη φαντασίωση των υπόγειων ρευμάτων που αρδεύουν τη ζωή των ανθρώπων. Σύμφωνα μ’ αυτήν την τρελή ιδέα, ποιητικά είναι τα σπάνια σημεία όπου οι υπόγειοι ποταμοί αναβλύζουν ως ορατές πηγές. Τότε δημιουργείται η μέγιστη ψευδαίσθηση ότι δεν είμαστε μόνο μια πελώρια σύμπτωση κι ότι η αμείλικτη θεά Τύχη ξαποσταίνει κι αυτή πού και πού και κάθεται για μια στιγμή να πιει νεράκι.
8. Παυλίνα Μάρβιν
Στα όνειρα, ως μια άλλη ζωή μέσα στη ζωή
Πολλές φορές μέσα στη μέρα, και ιδίως μέσα στη νύχτα, πραγματικά δεν ξέρω πού πρωτοσυναντάω το ποίημα. Κάποιες εξ αυτών, ώσπου να το καταλάβω, έχει χαθεί. Κυρίως πρόκειται για όλα αυτά που καθώς τα ζω, όταν βρίσκομαι σε συνείδηση πως τα ζω, πιστεύω πως θα ήταν αδύνατο να τα μεταγράψω σε ποίημα ποιηματένιο, με σάρκα και οστά – δηλαδή, με λέξεις, στο χαρτί. Πώς καταλαβαίνω, όμως, πως πρόκειται για ποίημα; Από μιαν αίσθηση, πως είναι ολόκληρο, πως μου αρκεί όπως είναι και πως δεν μπορώ – με τίποτα – να το αναπαραγάγω. Τέτοια ποιήματα, άγραφτα και ανείπωτα, συναντώ πιο συχνά στα όνειρα. Τα όνειρα, ως μια άλλη ζωή μέσα στη ζωή, είναι, πιστεύω, ο κατ’ εξοχήν χώρος έκφρασης του ποιητικού για εμένα – ένας λόγος μη αρθρωμένος, φευγαλέος εν τη γενέσει του, προορισμένος να μην αφομοιώνεται ποτέ στο σύνολό του από κανέναν, ή, ακόμα καλύτερα, ένας λόγος – ο λόγος των ονείρων – που σαν καλό ποίημα, μου κάθεται, στον λαιμό, στο μυαλό, ανάμεσα στα πλευρά, και θα φύγει όταν αποφασίσει αυτό, έχοντας κατά πάσα πιθανότητα επιτελέσει τον σκοπό του.
9. Ορφέας Απέργης
Σονάδα (με τον τρόπο του παλαιού καιρού)
Το ποιητικό το συναντώ όταν έχει φεγγάρι,
όταν η φύση ακινητεί και δίνεται με χάρη,
Οταν οργίζεται ο ουρανός και μου χτυπάει τα τζάμια
ουρλιάζοντας ο άνεμος σαν παθιασμένη λάμια,
Οταν πάνω στο δέρμα μου, που δίνεται της φύσης
νιώθω ν’ αγγίζουνε αχνά τα χρώματα της δύσης.
Δίνομαι όπως μου δίνεται και όλα μας ενώνουν,
όσα είναι τώρα να δοθούν και όσα δεν τελειώνουν,
Ομως για να μπορέσει αυτό το ποίημα να βαστάξει
πρέπει να φτάσει ως πιο βαθιά, σ’ αυτό που έχει υπάρξει,
Αυτό δεν είν’ του φεγγαριού, δεν είναι του αέρα
δεν είναι ένα γλυκό παιδί που ψάχνει τον πατέρα,
Μόνο είναι η ανάμνηση κάποιων κοινών Σαββάτων
κι η ρυθμική επίσκεψις παλαιών συναισθημάτων.
info
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το αφιέρωμα προέρχονται από τη δεύτερη έκδοση του λευκώματος «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης» του Κωνσταντίνου Πίττα (cpittas.com)