Στη μονογραφία «Χάιντεγκερ» (εκδ. Πατάκη, 2009) ο Τζορτζ Στάινερ δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη σιωπή του γερμανού φιλοσόφου για τα εγκλήματα του ναζισμού. Το ζήτημα, έγραφε σε ελεύθερη απόδοση, δεν ήταν γιατί σκέφτηκε με τον τρόπο του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά γιατί σιώπησε όταν είδε τον τρόπο να γίνεται έγκλημα. Σύμφωνα με τη γνωστή απόφανση του Γκάνταμερ, ο συγγραφέας τού «Είναι και Χρόνος» θα καταλήξει «ο μέγιστος των στοχαστών, ο ελάχιστος των ανθρώπων». Ειδικά από τη στιγμή που θα ενταχθεί δημόσια στο ναζιστικό κόμμα το 1933 και θα οργανώσει μιλιταριστικές οργανώσεις φοιτητών και διδασκόντων. Ο σύγχρονός του Καρλ Σμιτ θα ενταχθεί επίσης στους ναζί φιλοδοξώντας να γίνει ο πολιτικός φιλόσοφος του Γ’ Ράιχ (με κυρίαρχη την ανάλυσή του περί «πολιτικού»). Κι όμως, η σκέψη των δύο στοχαστών θα επηρεάσει μεταγενέστερες σχολές (ο Ντεριντά θα παραμείνει ώς το τέλος «υπερασπιστής» του Χάιντεγκερ) και θα παραγάγει ανεξίτηλες έννοιες στο φιλοσοφικό corpus. Αυτό το «σκάνδαλο» θυμίζει ο Νικήτας Σινιόσογλου, που συνεχίζει την περιπλάνηση σε οριακές μορφές έκφρασης των ιδεών. Το 2016 το πεδίο ήταν ο εξαιρετικός «Αλλόκοτος ελληνισμός» (εκδ. Κίχλη), όπου αναζητούσε έκκεντρες εκδοχές για τις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού: Κυριακός Αγκωνίτης (περιπλάνηση), Πλήθων (ουτοπία), Μάρουλλος Ταρχανιώτης (εκτοπισμός), Χριστόδουλος Παμπλέκης (βλασφημία), Θεόφιλος Καΐρης (αίρεση), Παναγιώτης Σοφιανόπουλος (αλλόκοτο), Κωνσταντίνος Σιμωνίδης (ψευδολογία).
Αυτή τη φορά το πεδίο είναι τα περίφημα «Μαύρα Τετράδια» του Χάιντεγκερ και το «Glossarium» του Σμιτ. Τα πιο σκοτεινά ημερολόγια στην ιστορία της φιλοσοφίας, όπου οι δύο στοχαστές καταφεύγουν στην εξομολογητική γραφή, οι ηττημένες φασιστικές ιδέες διαθλώνται και γίνονται πολεμική για τη δυτική νεωτερικότητα. Οπως σημειώνεται στην έκδοση «Μαύρες διαθήκες», που κυκλοφορεί από την Κίχλη, ο Χάιντεγκερ και ο Σμιτ θεωρούν πως θα δικαιωθούν στο απώτερο μέλλον, τότε που θα αποκαλυφθεί πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο αγγλοσαξονικής κοπής «κοινός νους» και η φιλελεύθερη οικονομία είναι ό,τι εκείνοι εξαρχής προφήτευαν: η εξαθλίωση της Δύσης. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου ο δοκιμιακός λόγος του Σινόσογλου παίρνει τη μορφή δικού του ημερολογίου, με αφορμή μια επίσκεψη στη Σιγκαπούρη. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από αυτό το μέρος.
Σεπτέμβριος 1933, Βερολίνο, Kaiserhof. Στο ξενοδοχείο είχε εγκατασταθεί ένα προσωρινό επιτελείο των ναζί. Συχνά έδινε το παρών ο Χίτλερ. Κι είναι εδώ όπου ο Χάιντεγκερ συναντά τον Σμιτ.
Δεν γνωρίζουμε πότε αντήλλαξαν επιστολές για πρώτη φορά οι δύο στοχαστές. Πάντως στα κατάλοιπα του Σμιτ περιλαμβάνεται ένα αντίτυπο του διαβόητου πρυτανικού λόγου (Rektoratsrede) που εκφώνησε ο Χάιντεγκερ στο Φράιμπουργκ το 1933 («Die Selbstbehauptung der deutschen Universität») με ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα: «Mit deutschem Gruss / Heidegger». Πιθανόν η αποστολή του κειμένου αυτού να ήταν η αφορμή για την πρώτη επαφή. Φαίνεται πως η αλληλογραφία διεκόπη μετά τη συνάντηση στο Βερολίνο τον Σεπτέμβριο του 1933. Παρά τις κοινές έγνοιες, ο Χάιντεγκερ κι ο Σμιτ δεν συμπορεύτηκαν. Γιατί;
Είναι παράξενο πως Χάιντεγκερ και Σμιτ δεν τα βρήκαν. Τόσο τα «Μαύρα Τετράδια» όσο και το «Glossarium» είναι ιδιοσυγκρασιακές εκδοχές του εθνικοσοσιαλισμού, οι οποίες γραπώθηκαν από τη ζωή ακόμη και μετά το 1945. Χάιντεγκερ και Σμιτ βλέπουν στους ναζί μια μετάβαση κι όχι το τέλος της διαδρομής – ή έτσι τουλάχιστον λένε. […]
Σε διαφορετικό βαθμό, τα ημερολόγια παίζουν το χαρτί της «συντηρητικής επανάστασης» (konservative Revolution). Σμιτ και Χάιντεγκερ εμφανίστηκαν ως λίγο πολύ αντιστασιακοί που αποτόλμησαν τη συντηρητική κριτική του φασισμού εκ των ένδον. Στο μεταξύ και οι δύο προσέφεραν αφειδώς ιδεολογικά σχήματα που νομιμοποιούσαν την Gleichschaltung, δηλαδή τη συγκέντρωση όλων των παιδευτικών, οικονομικών, κοινωνικών φορέων της Γερμανίας σε έναν ομοιογενή και κεντρικά ελεγχόμενο φορέα.
Είναι αλήθεια πως ο Σμιτ είχε πιο ενεργή και πιο ουσιαστική ανάμειξη. Ο Ράινχαρντ Μέρινγκ σημειώνει πως «η εμπλοκή του Σμιτ με τον εθνικοσοσιαλισμό είχε σαφώς μεγαλύτερη επίδραση από εκείνη του Χάιντεγκερ, είχε ευφυέστερη στρατηγική, ήταν ριζοσπαστικότερη και πιο επικίνδυνη». Δεν θα περίμενε κανείς λιγότερα από τον νομικό σύμβουλο του Γκέρινγκ. Κι είναι αλήθεια πως ο Χάιντεγκερ δεν εμφανίστηκε ποτέ ως κήρυκας κάποιας αληθινής τάχα δημοκρατίας που θα έφερνε ο εθνικοσοσιαλισμός. Για τον Χάιντεγκερ, ο φασισμός είναι έκφραση του ανολοκλήρωτου ευρωπαϊκού μηδενισμού κι όχι η λύση για την έξοδο από την παρακμή της Δύσης, όπως ήταν κατά περιόδους για τον Σμιτ.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, Σμιτ και Χάιντεγκερ περιφρονούν την ευρωπαϊκή καρτεσιανή νοησιαρχία, τις idées générales, όπως τις αποκαλεί ο Σμιτ. Κι οι δύο νιώθουν πως η ουμανιστική παράδοση από την Αναγέννηση και μετά καταλήγει σε έναν παρακμιακό κι εργαλειακό διανοουμενισμό. Κι οι δυό συζητούν τους όρους της επιστροφής σε μια «μυστική Γερμανία» που ορίζεται από το αίμα και τη γη (Blut und Boden). Αμφότεροι αντιμετωπίζουν τον πλάνητα βίο ως κατεξοχήν εβραϊκό τρόπο ύπαρξης. Έπειτα, αμφότεροι είναι κρατιστές. Δεν είναι τυχαίο πως και οι δύο στα ημερολόγιά τους ενοχλούνται πολύ από τον Νίτσε. Αυτός δεν είχε πει πως «εκεί που τελειώνει το κράτος ξεκινά ο άνθρωπος»; Και δεν ήταν ο Νίτσε που ενέπνευσε κάθε λογής αναρχικούς, όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, κι εχθρούς του οργανωμένου κράτους;
Σημαντική διαφορά τους είναι πως ο Σμιτ εμπνέεται από την αντίδραση καθολικών στοχαστών στον Διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα (Ντονόζο Κορτέζ, Ντε Μαιστρ), ενώ ο Χάιντεγκερ εμπνέεται από τις απαρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Σμιτ είναι ένας Μέγας Ιεροξεταστής, ο Χάιντεγκερ ένας Οδυσσέας. Μάλιστα, ενώ αμφότεροι ανατράφηκαν ως καθολικοί, ο Χάιντεγκερ ανέπτυξε έντονα αντικαθολικά αισθήματα… Τα «Μαύρα Τετράδια» είναι το πιο αντιχριστιανικό κείμενο του 20ού αιώνα.
Σημαντική κι η εξής διαφορά: ενώ ο Σμιτ παθιάζεται με τη Ρώμη τόσο ώστε να παίζει με τις συνηχήσεις των λέξεων Rom και Raum (υποδηλώνοντας πως κάθε νέα εννοιολόγηση του γερμανικού χώρου οφείλει να τιμά συνάμα τις ιστορικές ρίζες της Ευρώπης), ο Χάιντεγκερ αντιλαμβάνεται το ρωμαϊκό πνεύμα ως κατεξοχήν ανθελληνικό, άρα ξένο προς τις γνήσιες καταβολές της Δύσης (96.205). Ο Σμιτ νοσταλγεί τον καθολικό Μεσαίωνα και τις ρωμαϊκές καταβολές του, ενώ ο Χάιντεγκερ των «Μαύρων Τετραδίων» θα έλεγε πως η παραδοσιοκρατία είναι εξίσου αποτυχημένη με τη νεωτερικότητα.
Νικήτας Σινιόσογλου
Μαύρες διαθήκες
Εκδ. Κίχλη, σελ. 235
Τιμή: 14,50 ευρώ