Πριν το Δικαστήριο ερμηνεύσει το έργο του νομοθέτη, εθνικού ή της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), που διέπει τη διαφορά την οποία καλείται να επιλύσει, το Σύνταγμα και το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ, το συνταγματικό της δηλαδή δίκαιο, ορίζουν ότι πρέπει να κρίνει αν το έργο αυτό είναι ανεφάρμοστο ως ανίσχυρο γιατί είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα ή το δίκαιο της ΕΕ, που υπερισχύει και του Συντάγματος. Αν αμφιβάλλει για την ισχύ ή την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ ερωτά το δικαστήριό της (ΔΕΕ). Για να ασκήσει το έργο του, το δικαστήριο πρέπει να είναι ανεξάρτητο. Η εγγύηση της ανεξαρτησίας, συμφυής με το έργο του, ισχύει για όλα τα δικαστήρια των κρατών-μελών της ΕΕ. Η ανεξαρτησία αυτή προϋποθέτει ότι δεν υπόκεινται σε καμία ιεραρχική σχέση, έχοντας την ιδιότητα του τρίτου έναντι της αρχής, νομοθετικής ή εκτελεστικής, που έχει δημιουργήσει το έργο του οποίου αμφισβητείται η νομιμότητα, δηλαδή πρωτίστως η ισχύς (ΔΕΕ C-403/2016). Είναι η θεμελιώδης συνέπεια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής∙ περιέχεται σε όλα τα Συντάγματα που στηρίζονται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, τα οποία καθορίζουν και πώς αυτή ασκείται, δηλαδή τις αρμοδιότητες κάθε εξουσίας, άσχετα αν εκλέγεται από τον λαό ή όχι.
Ετσι, έχει κριθεί με αυτή την απόφαση του ΔΕΕ ότι η καταβολή, στους δικαστές των κρατών-μελών, αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία τους και ότι η μείωση των αποδοχών των πορτογάλων δικαστών για δύο έτη είναι προσωρινή και δεν θίγει την ανεξαρτησία τους (των Ελλήνων διαρκεί 8 έτη). Ομοίως, ο γερμανός δικαστής διερωτήθηκε για την ισχύ αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως προς το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές και ερώτησε το ΔΕΕ που δημοσίευσε στις 11 Δεκεμβρίου 2018 την απόφασή του. Παρόμοια ζητήματα αντιμετώπισε το ΣτΕ κρίνοντας άλλες φορές ότι δημοσιονομικά μέτρα – 1ο Μνημόνιο, PSI – ήταν συνταγματικά, ενώ άλλα όχι. Στο PSI το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δικαίωσε την κρίση του ΣτΕ. Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις και σε πολλές παρόμοιες, ΔΕΕ και ΕΔΔΑ ούτε καν διερωτήθηκαν αν τα εθνικά δικαστήρια «σφετερίστηκαν τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους» (Θ. Διαμαντόπουλος «Το Βήμα» 16/12/2018 ) ή «διεκδικούν το προνόμιο να νομοθετούν και να χαράζουν οικονομική πολιτική» (Μ. Ματσαγγάνης, «Το Βήμα» 11/11/2018) ή αν δεν κατανοούν ότι «δεν είναι εθνικό νομισματοκοπείο και οι συνταγματικές διατάξεις δεν παράγουν εθνικό πλούτο» (Θ. Παπαϊωάννου «Η Καθημερινή» 11/11/2018 ). Και εντυπωσιάζει ότι η άποψη πως τα θέματα αυτά είναι άβατο για τα δικαστήρια δεν διατυπώθηκε όταν τέτοια μέτρα κρίθηκαν συνταγματικά ή για τις αποφάσεις ΔΕΕ και ΕΔΔΑ! Ενόψει λοιπόν συνταγματικής αναθεώρησης θα μας ωθήσει εκτός δυτικών δημοκρατιών η θέσπιση «μηχανισμού ελέγχου των δικαστικών, ενδεχομένως με ένα πολιτικοδικαστικής φύσης συνταγματικό δικαστήριο» και «περιθωρίων των ερμηνευτικών αυθαιρεσιών τους» επειδή «με τη νομολογία τους… κατέστησαν τρίτη εξουσία ισότιμη προς τις άλλες δύο» (sic: δηλαδή δεν ήταν!) «αυτές που προέρχονται από τον λαό και λογοδοτούν σε αυτόν» (Θ. Διαμαντόπουλος όπου παραπάνω). Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, για τους Τριάκοντα Τυράννους: «Και κατάργησαν το τελεσίδικο των αποφάσεων των δικαστών με την πρόφαση ότι έτσι διορθώνουν το Πολίτευμα και το απαλλάσσουν από κάθε αμφισβήτηση».