Συνέβη πριν από μερικά χρόνια. Ισα ίσα που είχαμε μπει στην κρίση, χωρίς ακόμη όμως να τη νιώσουμε γερά στο πετσί μας. Συνάδελφος, νεότερη από τριάντα τότε και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις – ούτε καν ως πλάνο -, υπολόγιζε πότε θα βγει στη σύνταξη, πόσα χρήματα θα πάρει και άλλα τέτοια. Σκεφτόταν μάλιστα πότε θα τη συνέφερε να γίνει μάνα ώστε αυτό να προσμετρηθεί ευνοϊκά στον χρόνο και στο ποσό της σύνταξής της. Θυμάμαι ότι απομακρύνθηκα σοκαρισμένη. Δεν θυμάμαι όμως για ποιο λόγο ακριβώς. Επειδή μια τόσο νεαρή γυναίκα, με ενδιαφέρον επαγγελματικό μέλλον μπροστά της, προσδοκούσε την εξασφάλιση της απόσυρσής της ή επειδή εγώ, είκοσι χρόνια μεγαλύτερή της, δεν είχα ούτε κατά διάνοια ασχοληθεί (και ούτε έχω ακόμη) με τα συντάξιμά μου; Εντάξει, δηλώνω μνημείο αδιαφορίας ως προς αυτά, κάτι για το οποίο ουδόλως υπερηφανεύομαι. Και επίσης, καταλαβαίνω απόλυτα και υπό τις παρούσες συνθήκες να ανησυχεί ένας νέος για το μέλλον του. Ομως το να απασχολεί έναν άνθρωπο είκοσι οκτώ ή τριάντα ετών το πότε θα βγει στη σύνταξη δεν το βλέπω καθόλου ευοίωνο για το μέλλον μιας κοινωνίας.
Από τότε βέβαια τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη χειρότερα. Είναι αυτό το άγχος της αποκατάστασης που γερνάει μια νεολαία. Ακριβώς όπως την εύχονταν σε εμάς τα κορίτσια κάτι θειάδες: «…Και καλή αποκατάσταση». Εννοώντας «με έναν καλό γαμπρό». Δεν έχει σημασία που τώρα δεν αναφέρονται σε γάμο αλλά σε επαγγελματική εξασφάλιση. Η οποία ελάχιστη έως καμία σχέση έχει με τη ζωογόνο δύναμη της δουλειάς. Αλλο δουλειά και άλλο θέση. Να τα ξεχωρίζουμε αυτά. Στην εποχή μας οι άνθρωποι που θέλουν δουλειά, ρισκάρουν, κατεβάζουν ιδέες, προσπαθούν να τις υλοποιήσουν, στήνουν – μέσα σε ένα εχθρικό, κρατικό περιβάλλον – επιχειρήσεις, φεύγουν στο εξωτερικό. Οι άλλοι που θέλουν θέση ενδύονται τον συριζαϊκό μανδύα. Ακόμη και αν δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο κόμμα. Ο συριζαϊσμός, ειδικά για τους νέους, δεν είναι πολιτική επιλογή. Είναι νοοτροπία. Πολύ φοβάμαι, τοξική.
Βλέπω τα δύο πουλέν του ΣΥΡΙΖΑ. Τους υποψηφίους για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης Κατερίνα Νοτοπούλου και της Αθήνας Νάσο Ηλιόπουλο. Πόση θλίψη! Πόσο γήρας επενδυμένο στην επιδίωξη της «εγκάθετης τοποθέτησης»! Πόσο μουχλιασμένο νιάτο βολεμένο μέσα στις αράχνες του κομματικού σωλήνα! Και ναι μεν τον κύριο Ηλιόπουλο δεν είχα ακόμη την τιμή να τον ακούσω, αλλά για την κυρία Νοτοπούλου που την άκουσα, πόσο αδειανό φώνημα και πόσο ηχηρή η απουσία νεανικού λόγου. Δροσερή και φρέσκια τη βρίσκουν η κομματική γραμμή και η Ολγα Γεροβασίλη. Πόσο νιόγρια μου φαίνεται εμένα δίπλα στον Μπουτάρη.
Καμιά φορά αναλογίζομαι μήπως τα βλέπω έτσι διότι έχουν παρέλθει τα δικά μου νιάτα. Και τότε σκέφτομαι τον Κώστα Αρζόγλου όταν ήταν κριτής σε κάποιο τάλεντ σόου. «Ζηλεύετε τα νιάτα» του είχε πει ένας νεαρός διαγωνιζόμενος που εισέπραξε μια αρνητική κριτική. Ο Αρζόγλου τον κοίταξε με συγκατάβαση και του απάντησε: «Ναι, φίλε μου, ζηλεύω τα νιάτα. Τα δικά μου όμως».