Τσακώνονταν οι συμμαθητές μου στο Δημοτικό για τις ομάδες. Παράβγαιναν ποιανού ο πατέρας οδηγούσε καλύτερο αμάξι. Εγώ επεδίωκα να στρέψω την κουβέντα αλλού. Αν όχι στις θεωρίες του Φον Ντένικεν ότι οι θεοί ήταν εξωγήινοι, στα σίριαλ έστω που προβάλλονταν στο ΕΙΡΤ και στην ΥΕΝΕΔ και μας άφηναν να τα βλέπουμε υπό τον όρο ότι είχαμε μελετήσει τα μαθήματά μας. «Λούνα Παρκ» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, «Η Γειτονιά μας», «Χαβάη 5-0», που ‘χαμε βάλει στο τραγούδι των τίτλων ελληνικούς στίχους.
Μπάλα δεν παρακολουθούσαμε στο σπίτι ούτε καν από το ραδιόφωνο. Τη βδελύσσονταν οι γονείς μου αφότου η χούντα είχε κάνει το Γουέμπλεϊ αιχμή της προπαγάνδας της και είχε φέρει την εικόνα της Παναγιάς από την Τήνο για να ευλογήσει τους παίκτες. Αυτοκίνητο δεν ήθελε επ’ ουδενί να αποκτήσει ο μπαμπάς μου – «τι να το κάνουμε; να τρέχουμε τις Κυριακές στις ταβέρνες;» χλεύαζε. «Ασε που όσοι συνομήλικοί μου κάθισαν στο τιμόνι, πάχυναν λες και τους ευνούχισες και τελικά έπαθαν έμφραγμα…». Ο ίδιος περπατούσε πρωί – απόγευμα, Κυψέλη – Σανταρόζα. Διαφύλαξε έτσι την υγεία της καρδιάς του. Και πέθανε, σαράντα οκτώ χρονών, από καρκίνο.
Πέραν των αναγκαίων για τη διαβίωση, ξοδεύαμε ως οικογένεια τη δεκαετία του ’70 αποκλειστικά σχεδόν σε βιβλία και σε δίσκους. Τα μεν βιβλία αποτελούν απόλαυση μονήρη, βουλιάζεις μέσα τους και χάνεσαι. Οι δίσκοι όμως ήταν πανηγύρι!
Υπήρχε κάτω από το σπίτι μας το δισκάδικο του Ιάκωβου Δρόσου, ο οποίος αργότερα διέπρεψε ως μουσικός επιμελητής θεατρικών παραστάσεων. Εκεί ακούγαμε τις καινούργιες κυκλοφορίες του Χατζιδάκι, του Σαββόπουλου, του Θεοδωράκη – ένα τραγούδι αρκούσε συνήθως για να δελεαστούμε. Αλλά και τις ανθολογίες των ρεμπέτικων που έβγαζαν τότε οι εταιρείες. Μεταγραφές από προπολεμικές πλάκες των εβδομήντα οκτώ στροφών και επανεκτελέσεις-διασκευές. «Μάρκος ο Δάσκαλός μας» φόρος τιμής του Ξαρχάκου στον Βαμβακάρη. «Τα Ωραία της Σωτηρίας» νούμερο 1, 2, 3… Η Μπέλλου έτεινε να αποκτήσει αίγλη ελληνίδας Μπίλι Χόλιντεϊ.
Στην οδό Ακαδημίας, εντός στοάς, βρισκόταν η Λέσχη του Δίσκου. Ψυχή της ο Λάζαρος Γεωργιάδης, ρέκτης της τυπογραφίας και της κλασικής μουσικής, ταγμένος να μυεί τους άσχετους και να καθοδηγεί τους μυημένους. «Η Βασική Δισκοθήκη» ήταν ένα βιβλιαράκι-κομψοτέχνημα, ο κανόνας που είχε ο ίδιος συγκροτήσει. Ξεκινούσε ασφαλώς από τους πυλώνες του δυτικού μέλους, Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Χάιντν. Από εκεί κι έπειτα, ο κάθε πιστός επέλεγε τη δική του διαδρομή. Κάποιοι ακολουθούσαν την εξέλιξη μέχρι τον 20ό αιώνα, έφταναν στον Στραβίνσκι και στον Ιάννη Ξενάκη. Αλλοι προσηλώνονταν στο ένδοξο κι αδιαφιλονίκητο παρελθόν, συνέλεγαν διαφορετικές εκτελέσεις του Missa Solemnis.
Από τον δρόμο να φτάνουν φρεναρίσματα, γκαρίδες λαχειάδων και διαδηλωτών. Μέσα στη Λέσχη να φιλονικούν, να παθιάζονται για το εάν ξεπέρασε ποτέ κανένας τον Φουρτβένγκλερ στη διεύθυνση της Ενάτης του Μπετόβεν. Ενα συμπέρασμα έβγαζα – ασυνείδητα μάλλον – ως πιτσιρικάς: Πως στην Ελλάδα είχες ελπίδα να μη συνθλιβείς ανάμεσα στο «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο!» και στο «Να Παίζει το Τρανζίστορ τα Αμερικάνικα». Μπορούσες να ανακαλύψεις άκρως συναρπαστικότερα πράγματα. Επρεπε όμως να σκάψεις κάτω από την επιφάνεια.
Μερικά τετράγωνα παρακεί, στο Κολωνάκι, είχαν ήδη ανοίξει οι αδελφοί Φαληρέα το Pop Eleven, το οποίο θα γινόταν ο ναός των μετεφηβικών μας χρόνων. Ας μην μπλέκω τις εποχές…
Τις γιορτινές μέρες επιστρέφαμε σπίτι φορτωμένοι. (Ψωνίζαμε κι από το παντοπωλείο του Κουκά ένα μασούρι αβγοτάραχο, που λογιζόταν έδεσμα υπερπολυτελείας). Στο σαλόνι δέσποζε το «συγκρότημα» – έτσι το αποκαλούσαν οι γονείς μου. Πικάπ με ενισχυτή και προενισχυτή, ραδιόφωνο παγκόσμιας, στερεοφωνικής, λήψης και τέσσερα ηχεία. Με ένα κουζινομάχαιρο σκιζόταν το σελοφάν, η μάνα μου έπιανε ευλαβικά τον δίσκο από τις άκρες του, ο πατέρας μου ξεσκόνιζε τη βελόνα. Εγώ θαύμαζα το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο – τα πιο φροντισμένα άλμπουμ περιείχαν φυλλάδια με τους στίχους των τραγουδιών, με το λιμπρέτο της όπερας. Με το που αντηχούσε η πρώτη νότα, το διαμερισματάκι των πενήντα πέντε τετραγωνικών στην οδό Δροσοπούλου απογειωνόταν. Γινόταν αερόπλοιο.
Βλέπω την κόρη μου που ξεφαντώνει σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο με τις φιλενάδες της και συνειδητοποιώ πως εγώ; – εμείς όλοι, που μεγαλώναμε στο κέντρο της Αθήνας στα 70s; – ήμασταν προσκολλημένοι στον κόσμο των μεγάλων. Αγόμασταν και φερόμασταν από μαμάδες και μπαμπάδες. Δεν είχαμε αλάνες για να παίξουμε. Ούτε escape rooms και 5×5 όπως σήμερα.
Μας νοιάζονταν λιγότερο από όσο εμείς τα βλαστάρια μας; Δεν το πιστεύω. Υποψιάζομαι ότι οι γονείς μας, ως παιδιά της Κατοχής, μας είχαν ανάγκη διαρκώς κοντά τους. Ωστε να ξαναβρούν μαζί με εμάς, μέσα από εμάς, την ξενοιασιά που τόσο πρόωρα, τόσο βίαια τους είχαν στερήσει.