Σε ώρες κρίσης και μιας παγιωμένης προεκλογικής ατμόσφαιρας, μια κοινοβουλευτική ομάδα κι ένας κομματικός μηχανισμός μπορεί να κινηθούν συντεταγμένα ή οι διαταραγμένες εσωτερικές ισορροπίες έχουν διαμορφώσει μια μη ανατρέψιμη κατάσταση; Πρόκειται για ερώτημα παντός καιρού που έχουν κληθεί να απαντήσουν πολλές κυβερνήσεις – και στην παρούσα φάση αποτελεί έναν από τους μεγάλους γρίφους και για τους ενοίκους του Μαξίμου. Το ερώτημα θα μπορούσε να συνοψίζεται και ως εξής: Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ για εκλογές; Στελέχη με αμέτρητα κομματικά μίλια δεν έχουν αμφιβολία πως εάν ο Αλέξης Τσίπρας είχε απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, οι κάλπες θα είχαν στηθεί «χθες». Οσο αμφισβητείται, ωστόσο, η δυνατότητα της Κουμουνδούρου να κινητοποιήσει άμεσα όλη την κομματική πυραμίδα για τη «μάχη των μαχών», τόσο η ημερομηνία των εκλογών θα δείχνει μετέωρη και τα σενάρια θα περιπλέκονται. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο το πρώτο στοιχείο που κοιτάζουν από τις αρχές του περασμένου φθινοπώρου στις δημοσκοπήσεις (ακόμη και σε εκείνες που αμφισβητούν) δεν είναι η «ψαλίδα» με τη ΝΔ, ούτε τα επιμέρους ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το βλέμμα καρφώνεται στο ποσοστό συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει κολλημένο σε επίπεδα κάτω του 50%. Ο Τσίπρας ευελπιστούσε ότι η συσπείρωση θα ξεκολλήσει πριν από τις γιορτές – για να ξαναμετρήσει ενδεχομένως το βάθος του εκλογικού ορίζοντα. Αλλά όσο ο δείκτης δεν μεταβάλλεται, οι αποφάσεις είναι δύσκολο να ληφθούν. Οι σκέψεις ότι η συσπείρωση παραμένει καθηλωμένη επειδή αυτό μπορεί να είναι το νέο «ταβάνι» του ΣΥΡΙΖΑ, ξορκίζονται με τρόμο – περισσότερο και από το κυνήγι των αιρετικών.
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο ευελπιστούν ακόμη ότι οι φυγόκεντρες κινήσεις θα αποφευχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ όσο φουντώνει το προεκλογικό καμίνι – και το κόμμα θα ανασυνταχθεί μπροστά στην κάλπη. Πρόκειται για στοίχημα που βασίζεται περισσότερο σε μια αριστερή, σχεδόν κομμουνιστική θεώρηση των πραγμάτων, και όχι στην εμπειρία για να αντανακλαστικά που λειτουργούν στις εξουσιαστικές δομές. Το 2004, για παράδειγμα, ο Γιώργος Παπανδρέου διέγραφε εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας σχεδόν μια ντουζίνα βουλευτές, αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο την κομματική βάση, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2009 ο Λευτέρης Ζαγορίτης, προκαλούσε εσωκομματική θύελλα, προτρέποντας τους ψηφοφόρους της ΝΔ να καταψηφίσουν τους «αμαρτωλούς», όσους είχαν εν ολίγοις εμπλακεί σε σκανδαλώδεις υποθέσεις και τους οποίους είχε ήδη βάλει ο Κώστας Καραμανλής στα ψηφοδέλτια. Στον σημερινό πυρήνα του Μαξίμου, όλα αυτά αντιμετωπίζονται ως παραδείγματα προς αποφυγή.
Πρόκειται για εικόνα που προφανώς καταγράφει και ο «αιρετικός» Νίκος Φίλης, αντιλαμβανόμενος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να φτάσει στις κάλπες χωρίς τις «αμαρτίες» του. Στη βάση αυτή, τα πυρά στον Νίκο Παππά για τον «παιδιόθεν φίλο» Πετσίτη θα είναι ελεγχόμενα, ώστε να αποφευχθούν εσωκομματικές τρικυμίες. Ακόμη και ηΝΔ, άλλωστε, αποφεύγει να κάνει αντιπολιτευτικό λάβαρο την υπόθεση, παρά τις απειλές για Ειδικά Δικαστήρια. Η διελκυστίνδα του Φίλη και των 53+ με τον Παππά, ωστόσο, θα συνεχισθεί στα πεδία που συνδέονται με την πίτα της εξουσίας στην Κουμουνδούρου. Ακόμη και χωρίς τον Πετσίτη, ο Παππάς μπορεί να είναι στόχος σε μια κυβέρνηση που δεν χρειάζεται «καναλάρχη υπουργό» και, ακόμη περισσότερο, που οφείλει να κινηθεί με «ειλικρίνεια».
Προφανώς για την ελεγχόμενη ανακωχή χρειάζονται και πυροσβεστικές παρεμβάσεις στο παρασκήνιο. Ακόμη και εδώ οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι: ο Φλαμπουράρης σπεύδει για την προστασία του Μαξίμου, ο Βούτσης για την εκτόνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως έτσι, ο Τσακαλώτος έχει ξεχάσει αυτή την εποχή τον Παππά και τους ακολούθους του, ενώ ο Φίλης θα κάνει ένα γιορτινό διάλειμμα που μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερης διάρκειας από την προβλεπόμενη εορταστική περίοδο – περιμένοντας κι αυτοί να αποσαφηνισθεί πλήρως η ημερομηνία των εκλογών. Πρωτίστως, επειδή γνωρίζουν καλά ότι το δικό τους θέμα δεν έχει να κάνει με τις κάλπες, αλλά με την επόμενη κομματική μέρα.