«Βρισκόμαστε απέναντι σε φαινόμενα βίας και σε δολοφονικές επιθέσεις οι οποίες ασκούνται από δειλούς και σκοτεινούς κύκλους…» είπε ο Πρωθυπουργός πριν μερικές μέρες, όταν έσκασε το σακίδιο των αγωνιστών – για μια καλύτερη ζωή… – έξω από τα γραφεία του Σκάι και της «Καθημερινής». Ξεκάθαρη «καταδίκη της βίας, απ’ όπου κι αν προέρχεται», διατύπωση σαφής και σκληρή για όσους ασχημονούν κατά της ελευθεροτυπίας, της ελεύθερης φωνής, της δημοκρατίας. Αναμφιβόλως, έτσι;
Από εδώ ακριβώς όμως αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε ποιος μπορεί να σκέφτεται αυτού του είδους την «επαναστατική» βία, από τι και πώς εμπνέεται, ποιος τον ενθαρρύνει και ποιες ριζοσπαστικές ιδέες τον κινητοποιούν. Ποιος τον στρατολόγησε και τον καθοδηγεί για να οργανώνει τέτοιες ενέργειες, τυφλής βίας, σε μέσα ενημέρωσης που δεν του αρέσουν, τραμπουκισμούς και προπηλακισμούς όσων διατυπώνουν γνώμη διαφορετική σε δημόσιους χώρους, σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους εργασίας, καφενεία, ακόμη και χώρους έκφρασης και τέχνης, όπως π.χ. θέατρα, κινηματογράφους ή συναυλίες. Ποιος πιστεύει ότι είναι ωραίος αγώνας και πάλη για μια καλύτερη ζωή η τοποθέτηση εκρηκτικών σε στάδια, σε μετρό, σε σταθμούς τρένων, σε αεροπλάνα και βαπόρια; Και από πού προκύπτει αυτή η πεποίθηση; Η ιδέα που τον έχει συνεπάρει είναι αγνή, προοδευτική, έχει το καθαρό ηθικό πλεονέκτημα και είναι γνήσια αριστερή του λαϊκού αγωνιστή ή μπορεί και να πρόκειται για φασίζουσα συμπεριφορά, να εμφορείται, ας πούμε, ο τύπος από νεοναζιστικές ή ισλαμοφασιστικές φέρ’ ειπείν ψυχώσεις;
Τι είναι αυτό που διαχωρίζει, μια που το συζητάμε, τον αγνό «εκρηκτικό επαναστάτη αγωνιστή» από το νεοναζιστικό, φονταμενταλιστικό, φασιστοειδές ανθρωπάριο; Γιατί ο λαός πρέπει να θαυμάζει και να αγαπά αυτόν που τον ανατινάζει με αγαθή, αγωνιστική και αλληλέγγυα διάθεση περιβεβλημένος με κόκκινα αστέρια και υπό τον ήχο σοβιετικών π.χ. εμβατηρίων και να σιχαίνεται το τρισάθλιο φασιστικό σκουλήκι που τον δολοφονεί από χόμπι με υπόκρουση τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ;
Είναι θεμιτό και επιθυμητό να αποδεχόμαστε βίαιες πράξεις, βομβιστικές ενέργειες, καταλήψεις και κάθε είδους βανδαλισμούς όταν οι βάνδαλοι είναι γοητευτικοί για μας, όταν είναι ωραίοι αγωνιστές κι όχι βρωμοκαθηκάντζουλες, ως ομοϊδεάτες που κουβαλάνε τα δίκια τους που φαίνονται και δικά μας δίκια; Του τύπου «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, κρατούσαν δίκιο οι οχτροί… κι εμείς φωνάζαμε Ζήτω και Γεια, σαν κάθε μέρα…», όπως έλεγε κι ο μακαρίτης ο φίλος μου ο Σκούρτης. Ποια είναι η καλή βία και ποια η κακή; Αμείλικτα ερωτήματα. Πρέπει να απαντηθούν, όμως.
Γιατί έχουμε μεγαλώσει δυο – τρεις γενιές νέων ανθρώπων, προοδευτικών που διαπνέονται από ιδέες ανθρωπιστικές, προοδευτικές, «αντιφα», αντιρατσιστικές και κυρίως αλτρουιστικές και ευγενείς που όμως είναι έτοιμα, όλα αυτά ως παιδιά αλλά και όσο μεγαλώνουν, να σπάσουν, να κάψουν, να ανατινάξουν, να δολοφονήσουν; Γιατί το κάναμε και πώς έγινε αυτό; Αφού κι εμείς, οι γονείς, αλλά κι οι δάσκαλοι και καθηγητές τους ήμασταν άνθρωποι προοδευτικοί, ρηξικέλευθοι, ανθρωπιστές που λέμε, οι καλύτεροι όλων, σχεδόν ως και αριστεροί. Συνδικαλιστές, ευαίσθητοι, με παιδεία και μόρφωση να φάν’ κι οι κότες. Πώς έγινε αυτό και τα παιδιά μας, που δεν είναι φασιστάκια, καίνε μέρα παρά μέρα τα Εξάρχεια, τρόλεϊ, αυτοκίνητα, μαγαζιά και ανθρώπους; Διαλύουν τα Πανεπιστήμια και μετατρέπουν το Ασυλο από ελεύθερης διακίνησης Ιδεών σε Ασυλο ανομίας και αποκλεισμού κάθε ελεύθερης ή διαφορετικής απ’ τη δική μας φωνής; Γιατί έγιναν έτσι, εχθροί του ωραίου και καταστροφείς που σπάνε και βανδαλίζουν αγάλματα και μνημεία; Πώς έμαθαν να μισούν την πόλη τους, να βρωμίζουν τους τοίχους – όχι του σπιτιού τους -, να γράφουν και να κολλάνε πατσαβουροφυλλάδια παντού;
Πότε και ποιος από όλους μας θα απαντήσει σ’ αυτά και σε δεκάδες ακόμα παρεμφερή ερωτήματα και απορίες… Ποιος οπλίζει με σακίδια, μολότοφ και εκρηκτικές ύλες π.χ. αυτούς τους δειλούς και σκοτεινούς κύκλους, στους οποίους αναφέρθηκε με τόσο σκληρούς χαρακτηρισμούς ο Πρωθυπουργός μας – χωρίς μου σου ξου και δίχως να χαρίζει, έστω λίγα, κάστανα; Ποιος έχει εγκαταστήσει στην οποιαδήποτε χώρα ένα απέραντο θερμοκήπιο μίσους για την εξόντωση του – οιουδήποτε – αντιπάλου και κάθε διαφορετικής φωνής; Ποιος έχει κηρύξει, τρόπον τινά, έναν εμφύλιο ανάμεσα σε πατριώτες αγωνιστές, φίλους του λαού και πουλημένους εθνοπροδότες, λακέδες ξένων συμφερόντων που πρέπει να εξοντωθούν με κρεμάλες ή στα πέντε μέτρα, στου Γουδή. Ποιους πρέπει, με τα συνθήματα «ή εμείς ή αυτοί», «να τους τελειώσουμε πριν μας τελειώσουν»;
Ποιος έχει επιδοθεί σε μία θαρραλέα εκστρατεία ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης ενάντια στα βοθροκάναλα και τις κωλοφυλλάδες της διαπλοκής, στη βιομηχανία των fake news, όταν αυτά τα news δεν είναι τα φιλολαϊκά, τα «δικά μας»; Πού είναι η διαχωριστική γραμμή, τέλος, ανάμεσα στην καλή και στην κακή βία με την οποία κάποιος υπουργός με μεταξωτό μυξομάντιλο μας πληροφόρησε ότι μπορεί να συναντηθούμε λίγο πριν τιναχτούμε στον αέρα; Ελπίζουμε να βρούμε κάποια απάντηση, σύντομα, πριν ο Φασισμός μάς δείξει ότι δεν είναι μόνο «ιδεολογία» αλλά και συμπεριφορές και τρόπος ζωής. Ελπίζουμε οι πρωθυπουργοί και οι πρόεδροι όσων χωρών αντιμετωπίζουν φαινόμενα τέτοια, αντιδημοκρατικών διαστροφών, βίας και τρομοκρατίας, όπως και οι φίλοι και ομοϊδεάτες τους να απαντήσουν κι αυτοί σε όλα αυτά τα ερωτήματα πριν τις επόμενες δολοφονικές επιθέσεις. Τυφλής και άρρωστης βίας. Απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν.