Η συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται να κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, ίσως όχι με τον τρόπο που θα έπρεπε. Θεωρώ ότι το πιο αρνητικό κομμάτι της συμφωνίας δεν είναι ούτε η ιθαγένεια, ούτε η γλώσσα, αλλά η εργαλειοποίησή της στο εσωτερικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ τη θεώρησε ως ευκαιρία να διεμβολίσει τη ΝΔ. Η ΝΔ βλέποντας και τις εξαλλοσύνες στα πρώτα συλλαλητήρια προκειμένου να στεγανοποιήσει το δεξιό της τοίχωμα, την αποκήρυξε, ενώ το ΚΙΝΑΛ έκανε το ίδιο, θεωρώντας ότι είναι ευκαιρία να επαναπατρίσει το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ που είχε μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η σφοδρή αντιπαράθεση που ακολούθησε έριξε νερό στον μύλο των πιο ακραίων ένθεν κακείθεν με αποτέλεσμα τη φυγοκέντριση ακόμα μια φορά της κοινωνίας. Ετσι, όσοι είναι υπέρ της συμφωνίας να θεωρούνται εθνομηδενιστές και προδότες και όσοι είναι κατά να θεωρούνται εθνικιστές και ακροδεξιοί.
Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ βλέπω πατριώτες υπέρ της συμφωνίας και πατριώτες κατά της συμφωνίας. Οι πρώτοι τη βλέπουν περισσότερο με ορθολογισμό, οι δεύτεροι περισσότερο με συναίσθημα. Και δικαιολογώ απόλυτα τη συναισθηματική φόρτιση, κυρίως όσων κατοικούν στη Μακεδονία και τόσα χρόνια έχουν γαλουχηθεί με συγκεκριμένες αρχές, αλλά δεν μπορώ να δικαιολογήσω την εκμετάλλευση αυτού του συναισθήματος για κομματικά οφέλη. Το εθνικό συμφέρον δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στο εθνικό πάθος, η ιστορία δείχνει ότι όποτε κυριάρχησε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συσχετισμοί και οι συμμαχίες, η Ελλάδα έχασε.
Η συμφωνία των Πρεσπών είναι ούτως ή άλλως αποτέλεσμα συμβιβασμού και δεν θα έπρεπε ούτε να εξιδανικεύεται ούτε να δαιμονοποιείται. Η εργαλειοποίησή της όμως στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό φούντωσε τα διχαστικά διλήμματα και «έκαψε» την ευκαιρία να μιλήσουμε με επιχειρήματα: τι κερδίζουμε από αυτά που είχαμε de facto χάσει, πού συμβιβαζόμαστε και με τι ασφαλιστικές δικλίδες. Φαίνεται ότι τελικά όλα τα κόμματα που αντιδρούν και είναι προσανατολισμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας θέλουν τη λύση, αλλά όχι το πολιτικό κόστος που τη συνοδεύει. Λύση όμως με άλλη συμφωνία ή χωρίς συμφωνία είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί.
Η γνώμη μου είναι ότι οι συμφωνίες κρίνονται στην εφαρμογή. Η συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να είναι λοιπόν η αφετηρία και όχι τερματισμός των νέων σχέσεών μας με τους γείτονες και με τη διεθνή κοινότητα. Η χώρα μας έχει την ευκαιρία να εδραιωθεί ως πυλώνας σταθερότητας και ηγέτιδα δύναμη στην περιοχή. Στις 20 σελίδες της συγκεκριμένης συμφωνίας (ειδικά στις πρώτες 12) θεωρώ ότι υπάρχουν μάλλον επαρκείς πρόνοιες ακόμα και για ανυπόστατες φοβίες, αλλά το θέμα είναι και οι δύο πλευρές να την ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχουν ρωγμές (π.χ. τάχα «μακεδονική μειονότητα») που απειλούν τη βιωσιμότητά της. Μετά τις τελικές διατυπώσεις για το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας (15/1/2019) και ό,τι άλλο προκύψει μέχρι να έρθει η συμφωνία στην ελληνική Βουλή, θα έχουμε μια πλήρη εικόνα. Τότε, οι αποφάσεις από κόμματα και βουλευτές πρέπει να παρθούν με πυξίδα το εθνικό συμφέρον όπως αυτό διαμορφώνεται από τη μακροπρόθεσμη προοπτική της χώρας στο συγκεκριμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι αντιπρόεδρος και βουλευτής Αττικής με Το Ποτάμι