«Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πιο απάνθρωπος πόλεμος που έκαναν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Σ’ αυτόν τον πόλεμο όμως έγινε κάτι για πρώτη φορά που σίγουρα δεν πρόκειται να ξαναγίνει στο μέλλον: οι απλοί στρατιώτες κι εχθροί – παρά τις αυστηρές διαταγές των επιτελείων και τη βούληση των πολιτικών – έκαναν ειρήνη μεταξύ τους! Πρόκειται για την περίφημη Ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914…».

Ετσι παρουσίαζε σε ένα βιβλίο του τη φοβερή ιστορία των Χριστουγέννων του 1914 ο πεζογράφος Παντελής Καλιότσος, ένας από εκείνους που αναζήτησαν στοιχεία για την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου»: την αυθόρμητη εκεχειρία άγγλων και γερμανών στρατιωτών στο Δυτικό Μέτωπο τα πρώτα Χριστούγεννα του πολέμου με ανταλλαγές τροφίμων, κοινές παρέες, γεύματα, ακόμη και ποδοσφαιρικό αγώνα. Η ιστορία, άγνωστη στους πολλούς, αποκαλύφθηκε όταν επιστολές στρατιωτών, ημερολόγια και μαρτυρίες είδαν το φως της δημοσιότητας.

Τον Δεκέμβριο του 1914 η σύρραξη μετρούσε αρκετούς μήνες. Διαψεύδοντας εκείνους που έκαναν λόγο για έναν «πόλεμο λίγων ημερών», χιλιάδες στρατιώτες είχαν ήδη πέσει νεκροί για συμφέροντα που οι ίδιοι αισθάνονταν ξένα. Η προπαγάνδα λάμβανε πρωτοφανείς διαστάσεις. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, με χιόνια και ανέμους, και σχεδόν κάθε επίθεση κατέληγε σε σφαγή. Οι μολύνσεις, οι ψείρες, οι γάγγραινες από τα κρυοπαγήματα και οι ακρωτηριασμοί συνέθεταν την καθημερινότητα στο μέτωπο, εκεί όπου άγγλοι και γερμανοί στρατιώτες ξεψυχούσαν μακριά από τα σπίτια τους. Κάπου εκεί, στο τέρμα της ανθρωπιάς, γεννιόταν και η αποστροφή για τον πόλεμο.

Δεν άργησε να φανερωθεί. Ηταν νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων όταν βρετανοί στρατιώτες είχαν μόλις στολίσει το υποτυπώδες χριστουγεννιάτικο δέντρο τους σε κάποιο χαράκωμα. Ξαφνικά ένα αντικείμενο κατευθύνεται με αστραπιαία ταχύτητα από το γερμανικό όρυγμα προς την πλευρά τους. Οι Αγγλοι τινάζονται, τρέχουν και κουκουλώνουν τη «χειροβομβίδα» για να μην εκραγεί. Ομως η νύχτα τούς επιφυλάσσει μια έκπληξη: πρόκειται απλώς για μια γερμανική μπότα. Γεμάτη καραμέλες και λουκάνικα. Στο βάθος της κρύβεται ένα σημείωμα: «Θέλετε να τραγουδήσουμε μαζί την “Αγια Νύχτα”;». Εκείνοι δέχονται. Είναι η πρώτη εκδήλωση της Ανακωχής που θα διαρκούσε μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1915.

Σε μια έκταση 30 μιλίων γεμάτη χαρακώματα, οι εκεχειρίες ήταν συνεχείς. Αγγλοι και Γερμανοί αντάλλασσαν τρόφιμα και μικρά δώρα. Εδειχναν φωτογραφίες από τα παιδιά και τις γυναίκες τους, έβρισκαν κατανόηση σε έναν απρόσμενο σύμμαχο: τον εχθρό τους. Νέοι άνθρωποι διηγούνταν τα όνειρά τους για την ειρήνη. Και κάθε τόσο κεφάλια στρατιωτών ξεπρόβαλλαν στα ορύγματα λέγοντας: «Δεν θέλουμε να σας πυροβολήσουμε. Εσείς;».

«ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΙ ΣΑΝ ΕΜΑΣ». «Σε λίγα λεπτά το πεδίο μεταξύ των δύο ορυγμάτων είχε γεμίσει από άντρες και των δύο πλευρών που έδιναν τα χέρια τους ευχόμενοι αλλήλους “καλά Χριστούγεννα!”» γράφει στην οικογένειά του βρετανός υπαξιωματικός που συμμετείχε στην Ανακωχή των Χριστουγέννων. «Ηταν η πρώτη επαφή που είχα με αυτούς εκ του πλησίον. Να τοι λοιπόν οι πραγματικοί στρατιώτες του εχθρού με τις γκριζοπράσινες στολές τους, ταλαιπωρημένοι και αξιολύπητοι σαν εμάς. Ενας κρατούσε στην αγκαλιά του ένα χαριτωμένο και κατσαρομάλλικο σκυλάκι σαν τον Πίτκιν μας που το πρόσεχε να μην κατεβαίνει στις λάσπες – καθώς μάλιστα του είχε φορέσει καθαρό παλτουδάκι για να μην κρυώνει, ακόμα και σκούφια. Κάποια στιγμή έφυγε από την αγκαλιά του κι άρχισε να μας κυνηγάει γαβγίζοντας, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Ποτέ δεν ξεχώρισε Γερμανό από Αγγλο»…

Η πιο συναρπαστική ημέρα ήταν εκείνη των Χριστουγέννων. Τα στρατεύματα είχαν περισυλλέξει τους τραυματίες και είχαν θάψει τους νεκρούς τους στην ουδέτερη ζώνη, όταν κάποιοι αψηφώντας τους αξιωματικούς απομακρύνονται. Σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη στήνουν ένα πρόχειρο γιορτινό τραπέζι. Ενα γραμμόφωνο παίζει μια μελωδία δημοφιλή στην Ευρώπη του 1914. Κι αυτό λειτουργεί συνδετικά. Πίνουν όλοι μαζί, παίζουν χαρτιά, γελούν, τσουγκρίζουν τα ποτήρια, παρηγορούν ο ένας τον άλλον για τους νεκρούς του πολέμου και εύχονται «καλά Χριστούγεννα!».

Οι ανώτεροι δεν συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, ενώ όσο οι μέρες περνούν, τα επιτελεία απαιτούν τον άμεσο τερματισμό της κατάστασης, καθώς διαβλέπουν… σοβαρό κίνδυνο για ειρήνη. Οι στρατιώτες αψηφούν τις διορίες που θέτουν οι αξιωματικοί κι όταν το πρωί της Πρωτοχρονιάς έκπληκτοι οι Γερμανοί αντικρίζουν στο βρετανικό όρυγμα ένα σεντόνι κρεμασμένο που γράφει «καλή Πρωτοχρονιά!», αποφασίζουν ότι πρέπει να δράσουν. Το Γενικό Επιτελείο του Γερμανικού Στρατού ανακοινώνει ρητά πως όποιος στρατιώτης απομακρύνεται από το χαράκωμα θα θανατώνεται διά τυφεκισμού ως «εθνικός προδότης».

Οι στρατιώτες θα ξαναρχίσουν τον πόλεμο και πολλοί από αυτούς θα σκοτωθούν. Ώς τότε θα γυροφέρνουν στον νου τον ποδοσφαιρικό αγώνα που μοιράστηκαν με τους «εχθρούς» ανήμερα τα Χριστούγεννα. Διηγείται ένας γερμανός υπολοχαγός: «…Τότε εμφανίστηκε ένας Σκωτσέζος με μια κανονική μπάλα κι αμέσως χωρίστηκαν σε ομάδες. (…) Για τέρματα οι Γερμανοί έβαλαν τα κράνη τους κι οι Σκωτσέζοι τα περίεργα καπέλα τους. Μπορεί να φανταστεί κάποιος τις δυσκολίες που υπήρχαν. Το γήπεδο πρώτα απ’ όλα ήταν εντελώς ακατάλληλο, καθώς ήταν γεμάτο τρύπες από τα βλήματα. Ο φανατισμός των φιλάθλων που είχαν παραταχθεί κατά μήκος της νεκρής ζώνης μετατρεπόταν σε γέλιο όταν παρακολουθώντας την μπάλα να κατεβαίνει από ψηλά, την έβλεπαν – αντί να κάνει γκελ – να κάθεται σε μια τρύπα. Φυσικά δεν έπεφτε μόνο η μπάλα. Πιο συχνά έπεφταν οι ποδοσφαιριστές καθώς επιπλέον το έδαφος ήταν παγερό και γλιστρούσε, (ενώ) ένα άλλο εμπόδιο ήταν οι τάφοι. Το παιχνίδι περιορίστηκε σ’ έναν στενό χώρο – γι’ αυτό καταργήθηκαν και τα κόρνερ – διότι αλλιώς θα ήταν αναγκασμένοι να κάνουν ντρίμπλες ανάμεσα σε σταυρούς…».