συχνή, δικαιολογημένη, καταφυγή κεντρικών, κρατικών, δημοτικών και ιδιωτικών θιάσων στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη είναι κατ’ αρχάς αναγνώριση της δραματουργικής του και ιδεολογικής του σημασίας αλλά και της καθαρά θεατρολογικής. (Εχει παρουσιαστεί στη σκηνή στην Ελλάδα σε δώδεκα παραγωγές μέσα σε τριάντα χρόνια. Κάθε δυόμισι χρόνια. Κανένα άλλο έργο ελληνικό ή ξένο είχε τέτοια τιμή.)
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ίσως διότι το θέμα του είναι η τραυματική εμπειρία της γενιάς μας, το αριστούργημα της Αναγνωστάκη είναι η «Νίκη» (τα εισαγωγικά ανήκουν στον τίτλο της συγγραφέως). Χωρίς να παραγνωρίζω τη συμβολή της στη νεότερη δραματουργία μας από την πρώτη κιόλας εμφάνισή της με την τριλογία της «πόλης» και τα άλλα έξοχα έργα της πρώτης, σπουδαιότερης, περιόδου της δημιουργίας της, κατά τη γνώμη μου (Συναναστροφή, Αντόνιο ή Το μήνυμα, Η κασέτα, Ο ουρανός κατακόκκινος), η «Νίκη» είναι το θεατρικό δαχτυλικό αποτύπωμα της μεταπολεμικής εμφυλιακής τραυματικής μας εμπειρίας μέσα στα όλα συμφραζόμενα της εποχής: άναρχη ανοικοδόμηση, εξορίες, μετανάστευση, κυριαρχία του εργολάβου, της εσωτερικής μετακίνησης προς τα αστικά κέντρα αγροτικού πληθυσμού, αποθέωση της τύχης με το λαχείο, τον ιππόδρομο και το ΠΡΟ-ΠΟ, τη θεσμική κυριαρχία των φροντιστηρίων πλάι στην εκπαιδευτική παπαγαλία.
Αλήθεια, ποιος νίκησε; Αυτό το καίριο ερώτημα έθεσε η Αναγνωστάκη. Ποιος νίκησε, ποιος επέβαλε τις αξίες του και τι είδους αξίες;
Και το καίριο ερώτημα: τι κόσμο, ποιες αξίες και ποιες ιδέες παραδίδουμε στα παιδιά μας; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα που θέτει η Αναγνωστάκη πότε; Το 1987, παρακαλώ. Εν μέσω της αλαζονείας της Αλλαγής! Δεν θυμάμαι εκείνη την εποχή και αργότερα να έχει τεθεί από την επίσημη παιδεία και πολιτική το ερώτημα της Αναγνωστάκη. Ισως γι’ αυτό το έργο της αυτό είναι τόσο δημοφιλές, διότι ακριβώς θέτει ωμά και καταλυτικά αυτό το ερώτημα. Που αν δεν το θέτει κάθε δέκα χρόνια προς δημόσια διαβούλευση και ο πνευματικός και οικονομικός και καίρια ο πολιτικός κόσμος, η πόλις πάει ντουγρού στον γκρεμό.
Στην Κασέτα η Αναγνωστάκη έκλεινε το έργο της για την ανικανότητα της νεολαίας να δράσει περιοριζόμενη σε μια επαναστατική αυτοϊκανοποίηση που κατέληγε σε μια αυτοχειρία – ήττα, παρέπεμπε στην εσωτερική αυτοκτονική ιστορία της μεταεπαναστατικής νεολαίας. Ο σπουδαίος ποιητής Παπαρρηγόπουλος, ο μέγας πεζογράφος Μητσάκης, ο αυτοσαρκαστικός Καρυωτάκης και στο βάθος του τοπίου ο προδομένος από την επανάσταση αυτοκτόνος Μαγιακόφσκι και ο απελπισμένος αυτοκτόνος Γεσένιν, ποιητής μέγας κι αυτός θύμα του σταλινικού εκτρώματος, είναι η απελπισμένη ιστορία ενός λαού που τα αδιέξοδά του αποτύπωσε η λεγόμενη ποίηση της ήττας, κεντρική ιδιοφυΐα της οποίας υπήρξε ο Μανόλης Αναγνωστάκης μαζί με τον Κατσαρό, τον Κακναβάτο, τον Αλεξάνδρου, τον Σαχτούρη, τον Παπαδίτσα, τον Πατρίκιο, τον Δάλλα, τον Φραγκόπουλο, τον Χριστοδούλου. Ο Αλεξάνδρου, εξόριστος και συνάμα απομονωμένος και από τους συντρόφους του ως τάχα μου πρώιμος ρεβιζιονιστής έγραψε τους έξοχους τραγικά στίχους: «Κι όμως δεν αυτοκτόνησα. Εχεις δει να κατεβαίνει στο ποτάμι ένας ξεριζωμένος γερο-πλάτανος και να πηγαίνει μόνος του στο πριονιστήρι;».
Αυτή την τραυματικά απ’ όλες τις πλευρές προδομένη γενιά εκφράζει ήδη το 1987 η Αναγνωστάκη, όταν πια και το «Πολυτεχνείο» έχει γίνει πολιτική σπέκουλα και πανηγύρι μικροπολιτικής και μικροπωλητών!
Τα τρία παιδιά του Ηχου του όπλου είναι έρμαια, ξεκρέμαστα, αθύρματα, δεν έχουν όραμα γιατί όταν δεν τους προτείνεται και όταν πάνε να πιαστούν κάπου δημιουργούν ψευδαισθήσεις οράματος.
Και εδώ ας σταθώ να γίνω τολμηρότερος. Εχει γραφεί συχνά πως η Αναγνωστάκη επηρεασμένη (γιατί όχι, εξάλλου) από την τσεχοφική δραματουργική (θα έλεγα και την ιψενική και την αμερικανική) συχνά καταφεύγει σε λύσεις που παραπέμπουν στην πιστολιά του τέλους στην Εντα Γκάμπλερ, στο Ηταν όλοι τους παιδιά μου, στο Ψηλά από τη γέφυρα, στον Γλάρο.
Στον Γλάρο ο Τσέχοφ τελειώνει με μια αυτοκτονία, αλλά στον Θείο Βάνια με μια αποτυχία αυτοκτονίας. Αυτή την ακολουθία βρίσκουμε και στην Αναγνωστάκη. Αυτοκτονία στην Κασέτα, άσφαιρο πιστόλι, απειλή πάντα τζούφια στον Ηχο.
Ετσι θα μου επιτραπεί η τόλμη να προχωρήσω σε μια συμβολοποίηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα όπλα (από το δόρυ έως το κανόνι, από το σπαθί έως το πιστόλι) είναι όπως όλα τα εργαλεία του ανθρώπου προεκτάσεις και εξειδικεύσεις του χεριού του. Αλλά, θα μας πει η ψυχανάλυση, και υποκατάσταση του φαλλού!
Οταν λοιπόν μια δραματουργός φτάνει να μας οδηγήσει σε μια λύση του δράματος όπου ο ήχος του όπλου, το όνομά του κι όχι η χρήση του επικρατούν, αναφέρεται στο βάθος του πεδίου και στη στειρότητα, στην αποτυχία, στην ανικανότητα μιας ολόκληρης γενιάς να γονιμοποιήσει, συμβολικά και ουσιαστικά.
Στο έργο της Αναγνωστάκη μια κοπέλα θα γεννήσει ένα παιδί που ο πατέρας του το αρνείται. Ενας νέος θα μείνει μετέωρος, ένας άλλος θα κυνηγήσει χίμαιρες και φούμαρα. Μια μητέρα θα πεθάνει σαν τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη ανάμεσα σε δύο δίκαια. Και στο βάθος βάθος ένας πατέρας θα εκτονώνει την οργή τους στις μπίζνες και στο ποδόσφαιρο.
Υπάρχει κι ένα εξόχως ενδιαφέρον πρόσωπο. Μια φίλη που ισορροπεί σ’ έναν ανισόρροπο κόσμο επειδή είναι άκρως δοτική χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες. Ανήθικη; όχι. Α-ηθική. Σχεδόν ζωώδης, ενστικτώδης, πράγμα που στην εποχή μας φαντάζει σωτήριο, το σεξ ως ελιξίριο επιβίωσης! Εχει γραφεί επιπόλαια πως η Αναγνωστάκη μετά τα έργα της πάνω στην επανάσταση, την αντίσταση και την πολιτική της ήττας έφτασε να δραματοποιεί προσωπικά πάθη και ηθικές της αστικής οικογένειας. Κατά την γνώμη μου ο Ηχος του όπλου είναι το πλέον πολιτικό της έργο, όπως πολιτικό έργο είναι η Νόρα και η Εντα Γκάμπλερ του Ιψεν, τα έργα του Στρίντμπεργκ, του Τσέχοφ, του Πιραντέλο και αρχαιόθεν του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Διότι η οικογένεια και τα πάθη της και τα αδιέξοδά της είναι πολιτικά προβλήματα. Η Αναγνωστάκη από την πρώτη της εμφάνιση ως θεατρική συγγραφέας έως το τέλος, ανεξάρτητα από την τελειότητα των έργων της για την Πόλη γράφει. Ακόμη κι ένας μοιχός όταν γίνεται θεατρικό πρόσωπο ως πολίτης κρίνεται, εικάζεται ή αθωώνεται.
Το έργο της Αναγνωστάκη είναι πολιτικό έργο γιατί θέτει καίρια προβλήματα παιδείας, οικονομίας, ηθικής, θεσμών και δημόσιου δικαίου.
Στο θέατρο Σταθμός ο Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθέτησε έξοχα το σημαίνον πολλά, ιδίως σήμερα, έργο της Αναγνωστάκη. Μια παράσταση σαν τις μποτίλιες στο πέλαγο. Και χάρηκα που την ημέρα που είδα την παράσταση την παρακολουθούσαν νέα παιδιά. Παρήγορο, διότι η πείρα μου λέει πως δυστυχώς στο θέατρο που παίζεται λείπουν οι νέοι θεατές. Ευτυχώς μάλιστα το σώζουν οι γυναίκες – θεατές και μάλιστα κυρίως ώριμης ηλικίας!
Θα είχε μάλιστα ενδιαφέρον να οργανώνονται παραιτήσεις του Ηχου με συζητήσεις μετά το τέλος με νέα παιδιά και παιδαγωγούς.
Ο Καρατζογιάννης είχε και ευτυχή διανομή αλλά και συνεργάτες, τον Γιάννη Αρβανίτη στα σκηνικά, τη Βασ. Σύρμα στα κοστούμια, τον Αντώνη Παπακωνσταντίνου στη μουσική, τον Αλεξάνδρου στους φωτισμούς, τον Κλουκίνα στο βίντεο. Η Πέγκυ Σταθακοπούλου (Κάτια) κυριολεκτικά συγκλονιστική, με μια σπάνια ευαισθησία και τραγική εσωτερική ταραχή. Η Τζένη Σκαρλάτου (Μαρίκα) σχεδίασε και εκτέλεσε μια ερωτική βουλιμία, σανίδα σωτηρίας και διαβατήριο επιβίωσης χωρίς κανένα σύνδρομο ηθικολογίας ή ανηθικότητας. Ο έμπειρος Σπύρος Μερμήγκης καίριος στον σύντομο ρόλο του. Ο Κώστας Νικούλι (Γιαννούκος) αποκάλυψη. Ταλέντο ατόφιο και πολλά υποσχόμενο. Κατάκτηση.
Ο Αγησίλαος Μιχελάκης (Μιχάλης) λιτός, ευθύς και καίριος, με βάθος τεχνικών μέσων. Η Βασιλική Τρουφάκου (Φανή) έκπληξη. Τι εσωτερικότητα, τι έξοχες σιωπές, τι συναισθηματικός πλούτος και πόση ερωτική διαθεσιμότητα με ήθος.