Αργησε, αλλά τελικά τον ανακοίνωσε. Ο 35χρονος υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος θα διεκδικήσει τη δημαρχία της Αθήνας για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή του αλλά κυρίως η καθυστέρηση του χρίσματος επιβεβαιώνουν όσους έσπευσαν να τονίσουν πως, παρά τα σχεδόν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ισχυρούς αυτοδιοικητικούς πυρήνες.
Ο Ηλιόπουλος έχει αποσπάσει θετικά σχόλια, κυρίως για τη θητεία του ως ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. Δεν είναι, όμως, λίγα τα στελέχη της αντιπολίτευσης που μιλούν για μια υποψηφιότητα που κάηκε τη στιγμή που ανακοινώθηκε. Αφενός γιατί λειτούργησε εν πολλοίς ως εφεδρεία που, λόγω έλλειψης στελεχών και προσωπικοτήτων, τελικά ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια αποστολή με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Αφετέρου γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν τη δυσκολία του κυβερνώντος κόμματος να βρει υποψηφίους που ξεπερνούν τα κομματικά στεγανά – ο Ηλιόπουλος είναι γαλουχημένος στον συριζαϊκό σωλήνα, ενώ έχει διατελέσει και γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΝ μετά τη θητεία του Δημήτρη Τζανακόπουλου.
Και, αν μη τι άλλο, έδωσε από την πρώτη στιγμή το στίγμα της καμπάνιας του, ασκώντας κριτική στη θητεία του απερχόμενου Γιώργου Καμίνη, μιλώντας για μια πολιτική αρχή που «αποδείχθηκε από τους καλύτερους μαθητές των μνημονιακών λογικών και περικοπών». Επισήμανε (ΑΠΕ) πως στόχος του είναι «μια δημοτική Αρχή που θα δώσει βάρος στην κοινωνική πολιτική», καταφέρθηκε εναντίον της Ακροδεξιάς, ενώ κατηγόρησε τον Κώστα Μπακογιάννη για «απότομη στροφή» από ένα «ήπιο φιλελεύθερο προφίλ στην κεντρική ατζέντα της ΝΔ “νόμος και τάξη”».
Η κάθοδος του Ηλιόπουλου στον Δήμο Αθηναίων είναι το τελευταίο κομμάτι του παζλ μιας εμφανούς αυτοδιοικητικής δυστοκίας, που στους μεγάλους δήμους γίνεται περισσότερο ορατή. Σε όσες δημοσκοπήσεις έχουν γίνει, τόσο ο Νάσος Ηλιόπουλος όσο και η Κατερίνα Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη δεν βρίσκουν απήχηση τέτοια που να τους κάνουν να περάσουν στον δεύτερο γύρο. Παράλληλα, και οι δύο (ακόμα και η Νοτοπούλου, που μέχρι πρότινος έπλεκε το εγκώμιο του Γιάννη Μπουτάρη) επέλεξαν τη στρατηγική της σύγκρουσης με τις απερχόμενες δημοτικές Αρχές – οι οποίες απηχούν ένα ευρύτερο κεντροαριστερό ακροατήριο στο οποίο φιλοδοξεί να απευθυνθεί ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο σε αυτοδιοικητικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Η επιλογή των δύο, με κοινό χαρακτηριστικό το νεαρό της ηλικίας, διευκολύνει κυρίως τις κεντροαριστερές δυνάμεις, που τουλάχιστον αυτοδιοικητικά φαίνεται να έχουν το πάνω χέρι στις συμμαχίες τους – στο Κίνημα Αλλαγής, οι περιφερειάρχες ανακοινώθηκαν νωρίς έτσι ώστε να στιγματιστούν πολιτικά. Σε επίπεδο δήμων, και παρά τις τοπικές αντιπαλότητες, το Κίνημα Αλλαγής σκοπεύει να δώσει χρίσματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σε όλες τις πρωτεύουσες νομών. Με αυτόν τον τρόπο, αν και δεν αποκλείονται οι συμμαχίες, «βραχυκυκλώνει» τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και τη ΝΔ από το να οικειοποιηθούν τους υποψήφιους δημάρχους.