«Είδηση είναι αυτό που κάποιος, κάπου δεν θέλει να δημοσιευθεί. Ολα τα υπόλοιπα είναι διαφήμιση». Μια φράση του Λόρδου Νόρθκλιφ, βρετανού δημοσιογράφου και εκδότη των «Ντέιλι Μέιλ» και «Ντέιλι Μίρορ» στις αρχές του 20ού αιώνα, η οποία παραμένει επίκαιρη στις μέρες μας όσο ποτέ άλλοτε. Ο ιταλικός Τύπος αποκάλυψε χθες λεπτομέρειες για τον τρόπο που παρακολουθούσε ο μέχρι πρόσφατα ιδιοκτήτης της Μίλαν, Κινέζος Γιονγκχόνγκ Λι και ο στενός συνεργάτης του Μάρκο Φασόνε δημοσιογράφους που κάλυπταν το ρεπορτάζ της ομάδας, αλλά και υπαλλήλους του συλλόγου, με μεθόδους που μόνο ο Τζον Λε Καρέ θα μπορούσε να εμπνευστεί.
Σε έναν ογκώδη φάκελο που κατατέθηκε από τη Μίλαν, η οποία τελεί πλέον υπό τη διοίκηση του αμερικανικού fund Elliott, στη διάρκεια της δίκης με τον πρώην διευθύνοντα συμβούλο του συλλόγου Μάρκο Φασόνε που κατηγορεί τους Ροσονέρι πως η απόλυσή του είναι παράνομη και καταχρηστική, αποκαλύπτεται το μέγεθος της κατασκοπείας.
Ολα ξεκίνησαν όταν η νέα διοίκηση προσπάθησε να ελέγξει τα έξοδα του συλλόγου. Τον Ιούλιο του 2018 έφτασε στα γραφεία του συλλόγου ένα τιμολόγιο για ποσό 79.932 ευρώ από την εταιρεία Carpinvest που παρέμενε απλήρωτο.
Πρόκειται για μια εταιρεία ιδιωτικών ερευνών που εδρεύει στο Κάπρι. Οταν η Μίλαν απαίτησε να πληροφορηθεί περί τίνος πρόκειται, αποκαλύφθηκε πως η προηγούμενη διοίκηση των Ροσονέρι είχε προσλάβει ντετέκτιβ για να παρακολουθούν τέσσερις δημοσιογράφους προκειμένου να εντοπίσουν τη διαρροή στον έντυπο Τύπο για ζητήματα που αφορούσαν τα οικονομικά του συλλόγου.
Είχε προηγηθεί δημοσίευμα της «Repubblica» τον Ιανουάριο που αποκάλυπτε τη δυσχερή οικονομική θέση του Γιόνγκχονγκ Λι και την απέλπιδα προσπάθεια του Φασόνε να βρει τα χρήματα ώστε να αποπληρώσει τη δόση του δανείου που είχε λάβει ο κινέζος επενδυτής για την αγορά των μετοχών της Μίλαν.
Σύμφωνα με τον Φασόνε, το δημοσίευμα που περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες των διαπραγματεύσεων για την ανεύρεση λύση, οδήγησε στο ναυάγιό τους.
Τότε ο Φασόνε αποφάσισε να δώσει εντολή για «δυναμική παρακολούθηση» στους ερευνητές σε συνάντησή τους στα γραφεία του συλλόγου.
Στόχος, να διακοπεί η διαρροή προς τον Τύπο για θέματα που έχουν σχέση με τα οικονομικά του συλλόγου.
Οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούνταν ήταν οι Ενρίκο Κουρό και Λούκα Πάνι της «Repubblica», ο Κάρλο Φέστα της «Il Sole 24 Ore» και ο Τόμπια Ντε Στέφανο της «Libero».
Τους τέσσερις δημοσιογράφους τους ακολουθούσε κατά βήμα αντίστοιχος αριθμός ιδιωτικών ντετέκτιβ και δύο αυτοκίνητα από τις 19 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου.
Τάμπλετ, λάπτοπ, κινητά…
Η διοίκηση της Μίλαν δεν περιορίστηκε ωστόσο μόνο σ’ αυτή τη δράση.
Φοβούμενος πως υπάρχει διαρροή προς τον Τύπο από τους υπαλλήλους και τα στελέχη της Μίλαν, ο Φασόνε ζήτησε να παρακολουθούνται οι φορητοί υπολογιστές, τα τάμπλετ και τα smartphones των υψηλόβαθμων στελεχών της Μίλαν, ενώ ζητήθηκαν από την Telecom Italia όλες οι τηλεφωνικές συνομιλίες τεσσάρων υπαλλήλων.
Πρόκειται για τους Αγκάτα Φριτζέριο, Τζουζέπε Μανιαράνο, Τζαβάνα Ζιάν και Αντζελα Ζούκα. Σκοπός των παρακολουθήσεων ήταν να αποκαλυφθεί το Βαθύ Λαρύγγι που έδινε στοιχεία στον Τύπο. Η Μίλαν προσέλαβε επίσης εταιρεία για να ερευνήσει τα γραφεία της για την ύπαρξη κοριών.
Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες, καθώς κανείς από τους υπαλλήλους της Μίλαν δεν είχε έρθει σε επαφή με τους δημοσιογράφους.
Η δικαστική διαμάχη του Φασόνε με τη Μίλαν θα συνεχιστεί στις 29 Ιανουαρίου και δεν αποκλείεται ώς τότε να αποκαλυφθούν κι άλλα σημαντικά στοιχεία από τη δράση του ιταλού παράγοντα.