Τρία εναλλακτικά σενάρια ενσωματώνει το πρόγραμμα δανεισμού του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για το 2019 και το μοναδικό δεδομένο είναι ότι σε κάθε περίπτωση το ελληνικό Δημόσιο θα βάλει χέρι στο μαξιλάρι διαθεσίμων προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του. Τα σενάρια επιστροφής στην κανονικότητα, τα οποία είχε επικοινωνήσει στην επενδυτική κοινότητα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και προέβλεπαν συγκεκριμένες ανακοινώσεις για τις κινήσεις δανεισμού του 2019, δεν βγήκαν και ο ΟΔΔΗΧ επέλεξε γενικόλογες και αόριστες προαναγγελίες υπό τον φόβο δυσάρεστων εκπλήξεων.
Μετά την «καθαρή» έξοδο του περασμένου Αυγούστου, το ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε να βγει στις αγορές με νέες εκδόσεις ομολόγων, βάζοντας διαδοχικά σχέδια στο συρτάρι καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων συντηρούνται σε ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα (4,385% το δεκαετές, 3,359% το πενταετές).
Παρά τις προσπάθειες του οικονομικού επιτελείου να πείσει πως η αιτία της συντήρησης των υψηλών αποδόσεων ήταν η κόντρα Ρώμης – Βρυξελλών για τον προϋπολογισμό, η εκτόνωση της ιταλικής διένεξης ήρθε να αποδείξει πως οι επιφυλάξεις των αγορών απέναντι στις νέες εκδόσεις χρέους έχουν ελληνικές ρίζες. Οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν ραγδαία, οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων παρέμειναν στα ύψη.
Στις βασικές αιτίες για το απαγορευτικό των αγορών, αναλυτές συγκαταλέγουν τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος υπό το βάρος των κόκκινων δανείων, την προσήλωση της κυβέρνησης σε παροχές χωρίς ίχνος μεταρρυθμιστικής πρόθεσης και τις δημοσιονομικές βόμβες που εγκυμονεί το 2019 για τον προϋπολογισμό εξαιτίας δικαστικών αποφάσεων αναδρομικών διεκδικήσεων μνημονιακών περικοπών που μπορούν να ξεπεράσουν ακόμα και τα 10 δισ. ευρώ.
ΤΟ ΘΟΛΟ ΤΟΠΙΟ. Σε αυτό το σκηνικό και ενώ στο διεθνές περιβάλλον η άνοδος των επιτοκίων και οι ανησυχίες για την έλευση καθοδικού κύκλου, το τέλος του QE, οι εμπορικοί πόλεμοι, το Brexit και οι ευρωεκλογές συνθέτουν ένα εξαιρετικά θολό τοπίο, παραμονή Χριστουγέννων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους περιέγραψε μέσω ενός μακροσκελούς κειμένου είκοσι σελίδων τη «στρατηγική χρηματοδότησης για το 2019». Η στρατηγική αυτή περιορίζεται σε έναν και μόνο πίνακα στην τελευταία σελίδα των ανακοινώσεων και συνοψίζεται στα εξής: το επόμενο έτος, αναλόγως των συνθηκών θα επιχειρηθούν εκδόσεις ομολόγων από 3 έως και 7 δισ. ευρώ, ενώ θα αναλωθούν από 1,1 έως και 5 δισ. ευρώ από το cash buffer.
Τα τρία διαφορετικά σενάρια ξεκινούν από την ανάγκη κάλυψης χρηματοδοτικών αναγκών ύψους 11 δισ. ευρώ. Και στα τρία σενάρια οι δαπάνες τόκων ύψους 5,6 δισ. ευρώ καλύπτονται από το πρωτογενές πλεόνασμα των 7,4 δισ. ευρώ, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι δεν θα υπάρξουν δημοσιονομικές αστοχίες και οι προβλέψεις του προϋπολογισμού θα επαληθευτούν στο ακέραιο. Και στα τρία σενάρια επίσης θεωρείται δεδομένο ότι θα εισρεύσουν στην Αθήνα 1,2 δισ. ευρώ από κέρδη ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs). Η αποδέσμευση των κεφαλαίων αυτών όμως προϋποθέτει δύο θετικές εκθέσεις της Κομισιόν αναφορικά με την τήρηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων και ισάριθμες εγκρίσεις από το Eurogroup.
Στη συνέχεια, αναπτύσσονται τα σενάρια κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών. Στο πρώτο, από τις αγορές αντλούνται 3 δισ. ευρώ, οι αποκρατικοποιήσεις δεν αποδίδουν ούτε ένα ευρώ για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου και ο ΟΔΔΗΧ βάζει χέρι στο buffer αντλώντας 5 δισ. ευρώ.
Στο δεύτερο σενάριο, τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων υπολογίζονται σε 1,4 δισ. ευρώ, εκδίδονται 5 δισ. ευρώ ομολόγων και αντλούνται 2,4 δισ. ευρώ από τα ταμειακά διαθέσιμα. Στο καλύτερο δυνατό σενάριο, με βάση τα σχέδια του ΟΔΔΗΧ, οι εκδόσεις ομολόγων αποδίδουν 7 δισ. ευρώ. Και πάλι όμως θα χρειαστεί η συνδρομή του cash buffer έστω και με 1,1 δισ. ευρώ καθώς και έσοδα αποκρατικοποιήσεων 1,4 δισ. ευρώ για να βγουν οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου.