Αυτόνομο και διακριτό ρόλο διεκδικούν οι δικαστές στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος που, αν και τυπικά δεν έχει ξεκινήσει, έχει βάλει φωτιά στο πολιτικό και πολιτειακό σκηνικό. Για πρώτη λοιπόν φορά λαμβάνουν θέσεις μάχης όχι μόνο τα κόμματα, αλλά και οι δικαστές, φορείς μιας εξουσίας που – με βάση τον θεμελιώδη νόμο του κράτους – δεν νομοθετεί, αλλά ελέγχει τους νόμους και την εφαρμογή τους από τις άλλες εξουσίες.
Πιο συγκεκριμένα, τον τελευταίο καιρό, μία μία οι δικαστικές ενώσεις ασχολήθηκαν με την επικείμενη αναθεώρηση και άρχισαν να διατυπώνουν τις σχετικές προτάσεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά τις διατάξεις του Συντάγματος σχετικά με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Τον χορό άνοιξε η Ενωση Διοικητικών Δικαστών, η οποία ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ των μελών της στις 13 Ιανουαρίου 2019, προκειμένου να αποφασιστούν οι θέσεις της αναφορικά με την ενδεχόμενη αναθεώρηση των διατάξεων εκείνων που αφορούν τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, την παράταση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών, την κατάργηση του Μισθοδικείου και τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Τη σκυτάλη πήραν τα μέλη της Ενωσης Εισαγγελέων που στην ετήσια γενική συνέλευση που έγινε στις 8/12/2018 αποφάσισαν ομόφωνα να αναθεωρηθεί η συνταγματική διάταξη που προβλέπει τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να επιλέγεται αποκλειστικά από τον εισαγγελικό κλάδο, ενώ για την περαιτέρω επεξεργασία των θεμάτων αυτών εξουσιοδοτήθηκε το διοικητικό συμβούλιο της Ενωσης να υποβάλει σε έκτακτη γενική συνέλευση που θα συγκληθεί εντός του Φεβρουαρίου 2019 επεξεργασμένες προτάσεις.
Η μεγαλύτερη από τις δικαστικές ενώσεις, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, στην πρόσφατη ετήσια γενική της συνέλευση, στις 15/12/2018, έστησε κάλπες και οι παρόντες δικαστές (συνολικά 438) ψήφισαν, ανάμεσα σε προτάσεις επί της συνταγματικής αναθεώρησης, που υπέβαλαν οι παρατάξεις που συμμετέχουν στο ΔΣ. Με βάση τα αποτελέσματα της διαδικασίας, οι δικαστές – μέλη της συγκεκριμένης ένωσης κλήθηκαν να αποφασίσουν επί ζητημάτων που άπτονται της λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Αναφορικά με το θέμα του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, επικράτησε η άποψη ότι θα πρέπει αυτός να αλλάξει προς την κατεύθυνση να μην υπάρχει κυβερνητική παρέμβαση και να προβλεφθεί επιλογή από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή ή τον ΠτΔ, με προεπιλογή από εκλεκτορικό σώμα δικαστών ή την Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου.
Οσον αφορά τα όρια ηλικίας, οι παριστάμενοι δικαστές, με μεγάλη πλειοψηφία αποφάσισαν να είναι θέση της ένωσης η διατήρηση των ορίων ηλικίας ως έχουν και να μην παραταθεί ο εργασιακός βίος των δικαστών. Επίσης οι δικαστές – μέλη της ΕΔΕ ψήφισαν, μεταξύ άλλων, για: α) την απαγόρευση συμμετοχής συνταξιούχων δικαστικών σε άλλες θέσεις επί 2ετία μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα, που συνεπάγεται να μην καταλαμβάνουν καμία πολιτική ή δημόσια θέση, ούτε θέση σε ανεξάρτητες Αρχές, β) να καταργηθεί το Μισθοδικείο ως δικαστήριο αποκλειστικά αρμόδιο για τις απολαβές τους, γ) να διατηρηθεί η δυνατότητα όλων των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων και δ) να καταργηθεί η δυνατότητα του υπουργού Δικαιοσύνης να παρεμβαίνει στα πειθαρχικά και τις προαγωγές των δικαστών. Επίσης, έκριναν ότι πρέπει να εισαχθεί διάταξη που να ορίζει ότι η διακοπή συνεδριάσεων των δικαστηρίων ως μορφή συλλογικής διαμαρτυρίας των δικαστικών λειτουργών δεν συνιστά απεργία.
Περιχαράκωση των ορίων της δικής τους εξουσίας
Τι είναι όμως αυτό που ώθησε τους δικαστές να διεκδικήσουν αυτόνομο ρόλο, έστω και άτυπα, στην αναθεωρητική διαδικασία; Ενας τρίτος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η όλη συζήτηση μοιάζει με προσπάθεια της δικαστικής εξουσίας να συμμετάσχει σε μία κορυφαία δημοκρατική διαδικασία, χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε δημοκρατική νομιμοποίηση, ή με επιθετική προσπάθεια να μπει στα χωράφια της νομοθετικής εξουσίας. Για τους ίδιους τους δικαστές όμως, η προσπάθεια αυτή δεν είναι παρά η προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μια αποτελεσματικότερη περιχαράκωση των ορίων της δικής τους συνταγματικής εξουσίας. Η εμπειρία των ετών της κρίσης άφησε ανεξίτηλα σημάδια στον τρόπο που οι δικαστές αντιλαμβάνονται το έργο τους. Η καταβαράθρωση των αποδοχών τους και η συνεπαγόμενη πτώση του επιπέδου ζωής τους, το γεγονός ότι κλήθηκαν στα πλαίσια των καθηκόντων τους να κρίνουν συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές, που πολλές φορές οδήγησε στην ακύρωσή τους επηρεάζοντας τη ζωή πολλών συμπολιτών μας, ενθάρρυνε τους δικαστές στη διατύπωση δημόσιου λόγου χωρίς (πια) ενοχές, ενώ η δημόσια αντιπαράθεση με φορείς άλλων εξουσιών έλαβε χώρα κάποιες φορές σε ένταση πρωτόγνωρη. Επιστέγασμα της όλης διαδικασίας είναι και η διεκδίκηση του αυτόνομου ρόλου των δικαστών στη συνταγματική αναθεώρηση.