Η ανοσοθεραπεία αποτελεί μια από τις αποτελεσματικότερες και πιο ελπιδοφόρες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς με κακοήθη νοσήματα. Τα αντισώματα έναντι εξειδικευμένων αντιγονικών στόχων είναι κύριοι αντιπρόσωποι αυτής της θεραπευτικής προσέγγισης και αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού έναντι των καρκινικών κυττάρων. Τα τελευταία χρόνια εξειδικευμένα αντισώματα επόμενης γενεάς έχουν έρθει στο προσκήνιο, τα δι-ειδικά (bispecific) αντισώματα.
Η συγκεκριμένη κατηγορία αντισωμάτων χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο διακριτών θέσεων πρόσδεσης δύο διαφορετικών αντιγόνων-στόχων, σε αντίθεση με τα κλασικά μονοκλωνικά αντισώματα που διαθέτουν μία θέση πρόσδεσης ενός αντιγόνου. Ο ένας στόχος των δι-ειδικών αντισωμάτων είναι ο υποδοχέας CD3 που βρίσκεται στα κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα και ο άλλος στόχος είναι ένας αντιγονικός επίτοπος που βρίσκεται στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων όπως τα CD19, CD20, CD33, CD123, HER2, EpCAM, BCMA και CEA. Με αυτό τον τρόπο, τα δι-ειδικά αντισώματα επάγουν τη δημιουργία της ανοσολογικής σύναψης καθώς συμπλησιάζουν τα κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα με τα καρκινικά κύτταρα, ενεργοποιούν τα πρώτα τα οποία στη συνέχεια καταστρέφουν τα δεύτερα. Περισσότερα από 20 διαφορετικά δι-ειδικά αντισώματα βρίσκονται υπό αξιολόγηση σε κλινικές μελέτες και πολλά περισσότερα υπό ανάπτυξη σε προκλινικό στάδιο.
Εως σήμερα, δύο δι-ειδικά αντισώματα έχουν λάβει έγκριση: η μπλινατουμομάμπη (blinatumomab) και η κατουμαξομάμπη (catumaxomab). Η μπλινατουμομάμπη στοχεύει το CD3 των Τ-κυτταροτοξικών λεμφοκυττάρων και το CD19 των λευχαιμικών Β-λεμφοκυττάρων και έλαβε έγκριση το 2014 και το 2015 από τον Αμερικανικό και Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, αντίστοιχα, για χορήγηση σε ασθενείς με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία που δεν φέρουν τη γονιδιακή διαμετάθεση του χρωμοσώματος της Φιλαδέλφειας. Η κατουμαξομάμπη έλαβε έγκριση το 2009 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για τη θεραπεία ασθενών με κακοήθη ασκίτη. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες συμπεριλαμβάνουν αιματολογική τοξικότητα, ηπατοτοξικότητα και ναυτία, οι οποίες είναι συχνότερες στην αρχή της θεραπείας. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στο σύνδρομο απελευθέρωσης κυτταροκινών που απαιτεί εξειδικευμένη αντιμετώπιση. Τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών που βρίσκονται σε εξέλιξη αναμένονται με ενδιαφέρον για την πιθανή επέκταση των θεραπευτικών ενδείξεων των δι-ειδικών αντισωμάτων σε πιο ευρεία ομάδα ασθενών. Με τη μεγάλη ανάπτυξη της βασικής έρευνας, είναι σήμερα δυνατή η ενεργοποίηση του ανοσολογικού συστήματος του ανθρώπου εναντίον των καρκινικών κυττάρων.
Ο Θάνος Δημόπουλος είναι καθηγητής Θεραπευτικής Αιματολογίας – Ογκολογίας, πρύτανης του ΕΚΠΑ