«Ο βυσσινόκηπος» (σ.σ.: στο Θέατρο Χορν) είναι από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα έργα παγκοσμίως. Ποιο είναι για εσάς το μεγάλο θέμα που πραγματεύεται;
Η απώλεια και το τέλος μιας εποχής. Η απώλεια της παιδικής ηλικίας, της αθωότητας, των κεκτημένων, όλων εκείνων που θεωρούνται δεδομένα. Η θεματολογία των κλασικών έργων τα κάνει σύγχρονα. Από εκεί και πέρα οι σκηνοθετικές αναγνώσεις ποικίλλουν και φωτίζουν πάντα κάτι διαφορετικό. Ο Κωνσταντίνος (Μαρκουλάκης) επέλεξε κάτι που μας συγκινεί όλους: Το προσέγγισε σαν ένα παραμύθι όπου τα πρόσωπα βγαίνουν μέσα από κάδρα. Σαν αυτοί οι άνθρωποι να υπάρχουν αλλά την ίδια στιγμή να μην υπάρχουν. Για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, αλλά και για τον συγγραφέα, «Ο βυσσινόκηπος» είναι η παιδική ηλικία.
Τελικά είναι η μοναδική μας πατρίδα η παιδική ηλικία;
Εκεί ανατρέχεις κι εκεί ψάχνεις αν θες να βρεις κάτι, αν προσπαθείς να ερμηνεύσεις οτιδήποτε σε βασανίζει στο παρόν σου. Επειτα, όταν τελειώνει η παιδική ηλικία τελειώνει και αθωότητα. Και η αθωότητα χάνεται όταν μπαίνει γνώση. Θυμάμαι όταν είπα στην κόρη μου ότι δεν υπάρχει ο Αγιος Βασίλης κόντεψε να πάθει συγκοπή. Η μαγεία χάνεται όταν η ζωή σού αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο.
Για εσάς πότε ήρθε το τέλος της αθωότητας;
Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια γιατί μεγάλωσα σε διάφορα χωριά, γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι και μέχρι τα 12 μου, διορίζονταν σε διάφορα χωριά. Τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν σπίτια χωρίς θέρμανση, η τουαλέτα ήταν έξω στην αυλή, κατσίκες, κότες, αγελάδες, χωράφια, καρπούζια, χιόνια πιο ψηλά από το μπόι μου, αλλά και ανεμελιά! Καμία αγωνία πώς θα πάω από το σχολείο στο σπίτι και από το σπίτι στο σχολείο. Αυτό ήταν για μένα ευτυχία. Οταν πήγαμε στην πόλη την πολυπόθητη – γιατί οι γονείς μου αποζητούσαν για χρόνια να πάρουν τη μετάθεση – ήμουν στην πρώτη γυμνασίου. Πάω στο σχολείο και βλέπω τα κορίτσια να καπνίζουν, να έχουν ξυρισμένες γάμπες και μασχάλες. Παθαίνω σοκ. Μπορεί και για μήνες να μην κοιμόμουν το βράδυ.
Σας βασάνισε αυτή η εικόνα;
Στην αρχή ναι. Εψαχνα να βρω γιατί άνθρωποι στην πόλη συμπεριφέρονται έτσι. Μετά όλο αυτό άρχισε να γίνεται ελκυστικό και φυσικά ήθελα και εγώ να γίνω σαν τους άλλους. Ετσι ξεκινά μια άλλου είδους ζωή, πιο πονηρή – ή τέλος πάντων όχι αθώα. Και βέβαια, μετά τα χτυπήματα ήταν απανωτά μέχρι πρόσφατα.
Τι εννοείτε;
Πάντα είχα μικρές καβάτζες, κάποια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, στη ζωή. Ερχεται όμως εκείνη η στιγμή που σου απορρίπτει όλες τις καβάτζες.
Δεν είναι ωραίο που εκπλήσσεστε ακόμη από τους ανθρώπους;
Τώρα πια έχει εισχωρήσει τόσο πολύ ο κυνισμός μέσα μου που περιμένω πρώτα το αρνητικό και όταν έρχεται το θετικό τότε νιώθω έκπληξη! Οπως για παράδειγμα συναντώ ωραίους συνεργάτες και καθαρές προσωπικότητες. Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι. Ανοίγονται, σου προσφέρουν με γενναιοδωρία κάποια κομμάτια του εαυτού τους. Νιώθω υπέροχα όταν μπορώ να πω «αχ τι ωραία που αυτό το κορίτσι ή αυτό το αγόρι έχει μια τόσο ευγενική συμπεριφορά». Ή που αυτός ο σκηνοθέτης επιτέλους δεν έχει νευρώσεις, είναι κανονικός. Να σου λέει κάποιος κάτι και να γνωρίζεις ότι αυτό είναι και όχι να ψάχνεις να βρεις τι κρύβει από πίσω. Στον δικό μας χώρο – και στο δικό σας ενδεχομένως – υπάρχει κουτσομπολιό, ανταγωνισμός, ματαιοδοξία και μια αμηχανία στο αν θα πρέπει να εμπιστευτείς ή να μην εμπιστευτείς τους ανθρώπους που συναντάς. Οπότε είσαι πάντα πολύ επιφυλακτικός στο τι θα ξεδιπλωθεί μπροστά σου.
Ψυχοφθόρα αυτή η «αναμονή».
Πολύ! Το πιο ψυχοφθόρο είναι ότι πρόκειται για μια συλλογική δουλειά και πρέπει να συναναστραφείς για πολλούς μήνες και για πολλές ώρες με άτομα που δεν ξέρεις. Επίσης είναι μια δουλειά που πρέπει να εκτεθείς και ψυχικά και να κάνεις λάθη ώστε να διορθωθούν και να προχωρήσεις. Αυτό μάλιστα θεωρώ ότι είναι το πιο δύσκολο. Το σημείο δηλαδή που θα σε βγάλει από τη μανιέρα και θα σε κάνει να τολμήσεις και να κάνεις λάθη. Αλλά για να μπορείς να κάνεις λάθη, την ώρα που κάνεις πρόβα, πρέπει να νιώθεις εμπιστοσύνη με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου, ότι σε προστατεύουν και μπορείς να δοκιμάσεις. Το λέμε τυπικά αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Οταν βρεθείς σε ένα υγιές περιβάλλον που είναι θετικοί και σου λένε «μπράβο προχώρα», νιώθεις απελευθέρωση. Και η δική μας δουλειά έτσι έπρεπε να είναι. Να είμαστε ελεύθεροι να δοκιμάζουμε πράγματα.
Πότε επιστρέφετε στην παιδική σας ηλικία;
Δεν επιστρέφω ποτέ. Είμαι λίγο παράξενος άνθρωπος δεν σκαλίζω πολύ το παρελθόν. Εχω αναμνήσεις και ωραίες εικόνες, αλλά δεν ανατρέχω σε αυτές για παρηγοριά. Είμαι άνθρωπος του τώρα, του σήμερα. Για παράδειγμα πώς θα είναι αυτή συνέντευξη, πώς θα περπατήσω μέχρι το θέατρο, πώς θα είναι η παράσταση. Κάνω αγώνα γι’ αυτό το πράγμα! Το ίδιο ισχύει και για το μέλλον. Δεν το σκέφτομαι επειδή το νιώθω πολύ ζοφερό.
Δεν είστε ευτυχής από την εξέλιξη της ζωή σας;
Ονειρευόμουν ότι τα πράγματα θα ήταν λίγο καλύτερα. Οτι θα μπορούσα να κάνω επιλογές, να έχω μία σύνταξη να κάνω μεγάλες διακοπές, ταξίδια. Τα έχω στερηθεί όλα αυτά δουλεύοντας ακατάπαυστα. Δεν θα ήθελα να είναι το επάγγελμά μου 100% βιοποριστικό. Αν δεν δουλέψω, απλώς δεν θα ζήσω. Οι έλληνες ηθοποιοί – του θεάτρου και του κινηματογράφου – δεν αμειβόμασταν ποτέ καλά, εκτός από κάποιους που κάνουν μεγάλες δικές τους παραγωγές. Μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί με την τηλεόραση τις καλές εποχές. Και βέβαια και όσοι εξαργύρωσαν την τηλεόραση.
Τι είναι αυτό πιστεύετε που σας χάρισε αναγνώριση;
Πραγματικά δεν ξέρω! Ημουν προχθές σε ένα κατάστημα και αγόραζα παιχνίδια για τα βαφτιστήρια μου. Ρωτούσα τους υπαλλήλους για να επιλέξω τι θα πάρω. Πάω να πληρώσω και λέω «τι ωραία παιχνίδια που έχετε εδώ». Η απάντηση ήταν «σας ευχαριστούμε, κυρία Μπαζάκα». Μ’ εξέπληξε. Πάντα ξαφνιάζομαι όταν κάποιος μιλάει για μένα σε υπερθετικό βαθμό με κολακευτικά λόγια.
Είχατε πάρα πολύ καλό ξεκίνημα με ταινίες που άφησαν εποχή, όπως είναι τα «Πέτρινα χρόνια» και το «Ρεμπέτικο».
Σίγουρα, αλλά και οι επιλογές που έκανα στην τηλεόραση αλλά και στο σινεμά νομίζω ότι βοήθησαν. Εχω κάνει 23 σίριαλ στην τηλεόραση. Μπορεί να μην ήταν όλα πάρα πολύ καλά, αλλά σίγουρα δεν τα λες φτηνιάρικα. Ηταν μια άλλη εποχή όπου η δουλειά γινόταν με διαφορετικούς όρους. Το πρώτο σίριαλ που έκανα ήταν «Το μινόρε της αυγής». Σε αυτό έπαιξα μόνο τέσσερα επεισόδια. Πρώτα έκανα «Το μινόρε» και μετά το «Ρεμπέτικο». Η ερμηνεία μου βοήθησε τον Κώστα Φέρρη να πάρει την απόφαση για να παίξω αυτόν τον υπέροχο ρόλο που μου έδωσε στο «Ρεμπέτικο».
Οι επιλογές που κάνουμε πιστεύετε ότι προκύπτουν από τις συγκυρίες ή από την προσωπικότητα που έχουμε;
Πιστεύω ότι στην αρχή χρειάζεται λίγο τύχη. Αλλά τι είναι τύχη; Πρέπει σίγουρα να είσαι εκεί όταν θα σε επισκεφθεί. Δηλαδή ανοιχτός, έτοιμος και εργατικός. Οταν ήρθα στην Αθήνα ήξερα μόνο την Ολια Λαζαρίδου. Τη γνώρισα τυχαία, αλλά ήταν τόσο γενναιόδωρη που με φιλοξένησε τους πρώτους μήνες. Πήγαινα συνεχώς οντισιόν γιατί είχα λαχτάρα να κάνω σινεμά.
Κυνηγούσατε το όνειρό σας…
Ναι, αν και δεν ήταν αυτό το όνειρό μου. Εγινε.
Ποιο ήταν το όνειρό σας;
Ηθελα πάντα να γίνω ενδυματολόγος και σκηνογράφος. Εκανα κάποιες σπουδές στη Θεσσαλονίκη σε μια σχολή και μετά έφυγα για Λονδίνο. Ομως αναγκάστηκα να επιστρέψω.
Γιατί αφήσατε τις σπουδές σας;
Γιατί με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι σκοτώθηκε ο αδελφός μου. Εχασα τον κόσμο γιατί ήμουν πολύ δεμένη μαζί του. Οπότε γύρισα άρον άρον αφού έπρεπε να συμπαρασταθώ και στους γονείς μου. Για τον θάνατό του δεν έκλαψα. Συγκέντρωσα την προσοχή μου στην οικογένεια μου, γιατί πίστευα ότι εγώ θα τους σώσω. Είχα γίνει ένας νευρωτικός σκελετός.
Ποιος σας συμπαραστεκόταν;
Είχα έναν φίλο ψυχίατρο, τον Παύλο. Αλλά σε αυτόν δεν οφείλω μόνο τη συμπαράστασή του για τις δύσκολες ώρες που περνούσα. Αυτός με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ετσι κατάφερα να διοχετεύσω όλο τον πόνο και την απελπισία που ένιωθα τότε για τον θάνατο του αδελφού μου. Με ολοκλήρωσε μέσα στα χρόνια ως άνθρωπο αυτή η δουλειά. Και το χρωστάω στον Παύλο.