Δεν είναι λίγο να συναντά ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα Χριστούγεννα πρώην τοξικοεξαρτημένους στην Πλατεία Βάθη. Είναι τίποτε όμως εάν η συνάντηση περιοριστεί σε μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Και θα είναι λιγότερο και από τίποτε εάν το πρώτο μεταχριστουγεννιάτικο κεφάλαιο αυτής της χριστουγεννιάτικης ιστορίας δεν γραφτεί αμέσως με αυτούς που έχουν το πρόβλημα τώρα, με τους εξαθλιωμένους χρήστες της Ομόνοιας και των Εξαρχείων, του Πνευματικού Κέντρου και του Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το πρόβλημα είναι πολύ απτό για να το συζητά κανείς και μόνο: οι χρήστες σέρνονται στους δρόμους και πεθαίνουν στους δρόμους. Ποτέ στο παρελθόν η εξαθλίωση δεν είχε οπτικοποιηθεί όσο τα τελευταία χρόνια, ποτέ ο θάνατος δεν ήταν τόσο «ζωντανός», όχι απλώς δίπλα μας, αλλά και μπροστά στα μάτια μας, και μέσα στα πόδια μας. Κι όσο και αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κινδυνεύει από τη δύναμη της αδράνειας που ρούφηξε τον Κώστα Καραμανλή, τον πρωθυπουργό που το 2004 «αναλάμβανε προσωπικά τον συντονισμό όλων των δράσεων», τίποτε δεν αποκλείει να ξεχάσει ο ίδιος ως πρωθυπουργός τη χριστουγεννιάτικη ιστορία του 2018 στο καφενείο της Πλατείας Βάθη. Τίποτε δεν αποκλείει οι εξαθλιωμένοι χρήστες να παρασυρθούν από τη δύναμη της λήθης ή από εκείνη της φρίκης που ακριβώς επειδή είναι καθημερινή γίνεται κάποια στιγμή αόρατη.
Δεν είναι ο μόνος κίνδυνος. Μιλώντας για το κέντρο της Αθήνας, το πρόβλημα των ναρκωτικών θα είναι πάντα και ένα πρόβλημα πόλης. Από αυτήν την άποψη, οι χρήστες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα της σύγκρουσης αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την Αυτοδιοίκηση ή ακόμη και θύματα ενός υπόγειου ή περισσότερο φανερού πολιτικού ανταγωνισμού, όπου ο επόμενος δήμαρχος, πιθανότατα ο Κώστας Μπακογιάννης, θα φωνάζει για να κουνηθεί το κάρο της κρατικής γραφειοκρατίας και το κάρο θα παραμένει κολλημένο στις λάσπες. Δεν είναι το τέλος που αξίζει σε μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Πολύ περισσότερο, δεν είναι το τέλος που αξίζει σε οποιονδήποτε χρήστη ναρκωτικών.