Δεκατέσσερις από τις 28 χώρες της ΕΕ διοικούνται σήμερα από κυβερνήσεις μειοψηφίας, διέγνωσε η Monde στο πρώτο μεταχριστουγεννιάτικο φύλλο της. Ενα φαινόμενο, λέει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Πασκάλ Ντελβίτ, που οφείλεται στην υποχώρηση των μεγάλων παραδοσιακών κομμάτων (συντηρητικών, χριστιανοδημοκρατικών, σοσιαλδημοκρατικών) και στον κατακερματισμό των πολιτικών συστημάτων, με αποτέλεσμα να ενισχύονται κόμματα που είναι τοποθετημένα στην περιφέρεια του συστήματος.
Πάλι πρωτοτυπούμε. Γιατί ο λόγος που η ΕΕ ενδέχεται να αποκτήσει σε λίγες εβδομάδες και 15η κυβέρνηση μειοψηφίας δεν είναι η υποχώρηση ενός ακόμη παραδοσιακού κόμματος, αλλά η κατάρρευση ενός ευκαιριακού κυβερνητικού συνασπισμού αντισυστημικών κομμάτων. Η Ελλάδα κλείνει πρώτη τον κύκλο. Δοκίμασε την εθνικολαϊκιστική λύση και επιστρέφει τρέχοντας – ή, τέλος πάντων, βάδην – στην ασφάλεια του συστήματος.
Υπάρχει μάλιστα ένα ενδεχόμενο, εκτός από τη χώρα μας, η υποχώρηση του λαϊκισμού να εκδηλωθεί το 2019 και σε άλλα δύο κρίσιμα μέτωπα. Στο Brexit, με τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την παραπομπή του Τραμπ σε δίκη. Είναι αλήθεια όμως πως το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει ακόμη μακρινό.
Πώς θα αντιδράσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο αναγκαστικό διαζύγιο με τον αγαπημένο του εταίρο εξαιτίας της συμφωνίας των Πρεσπών; Παίζοντας το σοσιαλδημοκρατικό χαρτί, φυσικά. Προσπαθώντας να δείξει ότι στις ερχόμενες εκλογές θα αναμετρηθούν ένας μετριοπαθής, αριστερός και φιλευρωπαϊκός πόλος, δηλαδή ο ίδιος, με μια Δεξιά που φλερτάρει όλο και περισσότερο με τον εθνικισμό. Η σκληρή γραμμή της ΝΔ στο Μακεδονικό και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του ΚΙΝΑΛ στο ζήτημα των συμμαχιών τον εξυπηρετούν. Η παροχολογία τον ενισχύει, η καλλιέργεια ελπίδων για τα αναδρομικά τον διευκολύνει. Υπάρχει όμως ένα πεδίο που μπορεί να αποβεί μοιραίο: η ασφάλεια.
Εδώ, το κυβερνών κόμμα έχει ηττηθεί κατά κράτος. Οχι αναγκαστικά επειδή η τρομοκρατία και η ποινική εγκληματικότητα έχουν αυξηθεί επί των ημερών του. Αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ υποβάθμισε συστηματικά και τις δύο απειλές. Κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση για την πρώτη και χαρακτήρισε κινδυνολογία την έμφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη δεύτερη. Η τήρηση των νόμων δεν είναι για τα στελέχη του κάτι αυτονόητο, εξαρτάται από το ποιος ψήφισε αυτούς τους νόμους και γιατί. Η χρήση βίας μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να δικαιολογηθεί. Η ανασφάλεια των πολιτών αντιμετωπίζεται με ειρωνικά σχόλια για τους «νοικοκυραίους». Και όλα σχετικοποιούνται. «Κι εμένα μου έκαψαν το σπίτι», είπε ο Αλέκος Φλαμπουράρης με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση στον Σκάι, «αλλά δεν το έκανα θέμα».
Κάπως έτσι φτάσαμε να πραγματοποιούνται κάθε τόσο επιθέσεις σε υπουργεία ή πρεσβείες, να επικρατεί καθεστώς βίας και ανομίας στα πανεπιστήμια και να κάνουν «προπόνηση» οι τρομοκράτες έξω από ναούς. Αυτή την επίδειξη δύναμης ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει, όποιο προσωπείο κι αν φορέσει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το ξέρει καλά, η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών θα αποτελέσει την πρώτη του προτεραιότητα.