Το 2019 είναι κρίσιμο έτος για την πορεία της Κεντροαριστεράς τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη. Η υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη αποτυπώνει την έλλειψη αντοχών του μεταπολεμικού προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής προσαρμογής. Η προοπτική αναδιανομής εισοδήματος και παροχής κοινωνικής προστασίας μέσα από την αυξημένη φορολογία δεν είναι ρεαλιστική. Ο κρατικός συντονισμός της οικονομίας δεν μπορεί να εγγυηθεί την καινοτομία και τη δημιουργικότητα σε ένα περιβάλλον που απαιτεί υψηλή τεχνογνωσία και προσαρμοστικότητα. Η γραφειοκρατία έχει αποκτήσει λογικές αναπαραγωγής και πολλαπλασιασμού, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι φόροι να επιστρέφουν στην κοινωνία ως δημόσια αγαθά. Σε αυτά τα προβλήματα προστέθηκε το Προσφυγικό. Ο πολιτικός χώρος γίνεται ολοένα και πιο ριζοσπαστικός. Ο μετριοπαθής πολιτικός λόγος συνθλίβεται στην ιδεολογική πόλωση. Φυσικά στη χώρα μας η σοσιαλδημοκρατία ως πολιτικός φορέας έχει ήδη γνωρίσει την κρίση. Το δίλημμα εδώ είναι πώς θα διασφαλίσει την αυτονομία της και πώς θα οικοδομήσει όρους ανάκαμψης. Σε συνθήκες έντονης πόλωσης και υπό όρους ιδεολογικής αμφιθυμίας. Η τρέχουσα συζήτηση για το ενδεχόμενο μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας αποδίδει ανάγλυφα τους προβληματισμούς.
Σε εκλογικό επίπεδο το ερώτημα είναι σαφέστατο: πώς θα πείσει τους ψηφοφόρους ότι η ψήφος που ζητά είναι χρήσιμη. Εάν υπόσχεται συνεργασία, οφείλει να εξηγήσει την προστιθέμενη αξία της συμμετοχής της. Ποιους όρους και προγραμματικές εγγυήσεις θα θέσει; Εάν αρνείται συνεργασία, οφείλει να εξηγήσει πώς αντιλαμβάνεται τη διακυβέρνηση του τόπου. Οι εκλογές δεν αποτυπώνουν μόνο το πανόραμα των ιδεολογικών προτιμήσεων. Κύριος ρόλος τους είναι να ορίζουν κυβερνήσεις. Εξίσου σημαντικό, αν και λιγότερο σαφές, είναι το μετεκλογικό διακύβευμα. Πώς θα λειτουργήσει η συνεργασία; Ολοι οι «μικροί» κυβερνητικοί εταίροι τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σημαντική εκλογική φθορά. Εάν πάλι αναμένεται προστιθέμενη αξία, είναι προτιμότερη η συνεργασία ή η ανοχή;
Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν αγνοώντας τη συγκυρία. Κρίσιμο μέγεθος είναι τα εκλογικά ποσοστά. Η ικανότητα να επιβάλεις στόχους και όρους εξαρτάται από το ποσοστό σου. Η ικανότητα να ανακάμψεις εξαρτάται από το ποσοστό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεύτερο κρίσιμο μέγεθος είναι ο κυβερνητικός χρόνος. Και εδώ υπάρχουν δύο παράμετροι: η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η προεδρική εκλογή – η οποία εξαρτάται και από την έκβαση της συνταγματικής αναθεώρησης.
Αυτές οι σκέψεις αναδεικνύουν ότι το μετεκλογικό δίλημμα είναι δίλημμα στρατηγικής, όχι αρχής. Ετσι ίσως απλοποιούνται τα πράγματα. Διότι μία επιλογή στρατηγικής δεν χρειάζεται να γίνει πρόωρα. Και μάλιστα χωρίς να έχουν διατυπωθεί προτάσεις από τους κυρίως ενδιαφερομένους να κυβερνήσουν. Αντίθετα, είναι σημαντικό να ξέρουμε το πολιτικό στίγμα. Και αυτό προϋποθέτει καλόπιστη αυτοκριτική για τα εγχώρια πεπραγμένα και κυρίως κατανόηση ότι οι κλασικές συνταγές της σοσιαλδημοκρατίας χρειάζονται αναμόρφωση. Χρειάζεται στίγμα που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στην κοινωνία και την οικονομία, και στους ξενιτεμένους συμπολίτες μας, ότι μπορούμε, ατομικά και συλλογικά, να δημιουργήσουμε.