Πριν στριμώξουμε τη ζωή μας ολόκληρη – τους φίλους, τον τηλεφωνικό μας κατάλογο, την αλληλογραφία μας, την επικοινωνία μας, τα ραντεβού μας – σε ένα κινητό τηλέφωνο, τα ημερολόγια ήταν το θέμα των ημερών.
Διαλεγμένα με προσοχή αφού έβγαιναν κάθε τόσο από την τσάντα για κάποια σημείωση ήταν, ειδικά για μας τα κορίτσια, ένα είδος αξεσουάρ, ενδεικτικό του στυλ, της κουλτούρας, της αισθητικής μας. Εχω κρατήσει κάποια από αυτά, ακόμη και από τη δεκαετία του 1980. Τα ξεφυλλίζω κάπου κάπου και παραπάνω από τα μισά που γράφω εκεί μέσα δεν μου θυμίζουν πλέον τίποτα. Προγραμματισμένες συναντήσεις σε μέρη που δεν υπάρχουν πια με «ονόματα» που δεν μου λένε τίποτα. Μια Μαρίτα, ένας Γιάννης, κάποιος κύριος Μυλωνάς, τρέχα γύρευε. Διευθύνσεις σε περιοχές που θα ορκιζόμουν ότι δεν έχω πάει ποτέ. Εσοδα και έξοδα σε δραχμές, τραπεζικοί λογαριασμοί.
Τεχνίτες με δίπλα την ένδειξη SOS, κάποια βρύση μου θα έσταζε ως συνήθως. Και κάτι τετραψήφιοι αριθμοί σχεδιασμένοι σαν λουλουδάκια για ξεκάρφωμα – τα πρώτα μας pin. Τα ασήμαντα μιας ζωής που είναι όμως ο καμβάς για να αναπτυχθούν επάνω του τα σημαντικά.
Τι είναι στην ουσία το ημερολόγιο; Μια επινόηση για να κανονικοποιήσουμε τον αχανή χρόνο. Να δώσουμε όνομα στις μέρες μας και αριθμό πρωτοκόλλου στα χρόνια μας. Να προσδιορίσουμε το «πριν» και το «μετά». Ευτυχής η γιαγιά μου που δεν είχε ανάγκη από χρονολογίες. Τα γεγονότα όριζαν τον χρόνο και όχι ο χρόνος τα γεγονότα. «Πότε ξεμπάρκαρε ο θείος ο Νικολής;» τη θυμάμαι να λέει. «Δεν ξέρω τι 1985 μου λες. Ηταν σίγουρα πριν αλλάξουμε ψυγείο, αλλά αφού είχα ράψει το μελιτζανί φόρεμα με τις φιούμπες».
Αλλωστε και ο χρόνος μια δική μας επινόηση είναι. Ακριβώς όπως το λέει ο Σαββόπουλος: «Μα ο χρόνος ο αληθινός σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος, μα ο χρόνος ο αληθινός είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός».