Αυτό το κείμενο το έχω ξαναγράψει. Είναι όμως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες που οι ίδιες εικόνες επαναλαμβάνονται. Και αυξάνονται μπορείς να πεις. Με τους κάθε είδους ζητιάνους και «ζητιάνους» στο Μετρό. Η έντονη (για να ακούγεται) φωνή, με το γνωστό παρακλητικό ύφος: «Κύριες μου και κύριοι. Είμαι άνεργη μητέρα. Το παιδί μου (που είχε στην αγκαλιά) είναι δέκα μηνών. Δεν ζητιανεύω. Πουλάω έναν αναπτήρα κι ένα στιλό πενήντα λεπτά. Σας παρακαλώ. Βοηθήστε με. Να πάρω γάλα για το παιδί μου». Είναι δεν είναι 25 ετών και δεν έδειχνε «επαγγελματίας». Στην επόμενη στάση, η επόμενη μητέρα. Ιδιας περίπου ηλικίας. Με το παιδί στην αγκαλιά, τεσσάρων μηνών και να προσφέρει, έναντι επίσης πενήντα λεπτών, δύο αναπτήρες.

Τρακ

Και κάθε φορά, να εκφράζεις την ίδια απορία: Πώς είναι να παίρνεις αυτή την απόφαση; Αφού έχεις προσπαθήσει όλα τα άλλα. Αφού είσαι σε αδιέξοδο. Αφού δεν έχεις άλλη λύση. Αλλη επιλογή. Να βγεις στο δρόμο και να απλώσεις (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) το χέρι. Πώς κοιμάσαι το προηγούμενο βράδυ, όταν πλέον το έχεις αποφασίσει; Πώς είναι την πρώτη μέρα; Πώς είναι η πρώτη φορά; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι; Να γίνεσαι ενοχλητικός. Πώς νιώθεις όταν το πρώτο κέρμα πέσει στην παλάμη σου; Πώς είναι να περιφέρεις την αξιοπρέπειά σου από βαγόνι σε βαγόνι; Από τρένο σε τρένο; Από μέρα σε μέρα; Οι ηθοποιοί (ακόμα και οι μεγαλύτεροι) λένε ότι κάθε φορά πριν βγουν στη σκηνή έχουν τρακ. Οντας καλλιτέχνες. Οντας επαγγελματίες. Αυτό, πώς είναι να το κάνεις κάθε μέρα; Το συνηθίζεις; Μπαίνεις σιγά σιγά στο πετσί του ρόλου; Είναι πλέον μία δουλειά; Είναι η δουλειά σου;

Αόμματος

Πώς είναι να διαλαλείς τα «πενήντα λεπτά», βάζοντας στην άκρη την αξιοπρέπειά σου; Να το αποδέχεσαι. Να το βιώνεις. Να είναι η καθημερινότητά σου.

Πώς είναι να εισπράττεις τα ψυχρά, τα αδιάφορα, τα περιφρονητικά, τα ειρωνικά βλέμματα; Τους βλέπεις ή κοιτάς χωρίς να βλέπεις τίποτα; Προφανώς και δεν ανακάλυψα την Αμερική. Εχω δει τη δεκαετία του ’80 στη Νέα Υόρκη τις στρατιές των ζητιάνων. Των χόουμλες. Με τα πλαστικά ποτήρια στο χέρι. Να καθαρίζουν τα παρμπρίζ. Πολύ πριν εμφανισθούν στην Αθήνα τα παιδιά των φαναριών και οι μετανάστες. Εχω προλάβει τους ζητιάνους της δεκαετίας του ’60. Ο Μίμης Φωτόπουλος της «Κάλπικης λίρας», στον «αόμματο» και «κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω», δεν ήταν προϊόν της φαντασίας του σεναριογράφου. Ο πραγματικός «αόμματος», που περιφερόταν στους δρόμους ζητιανεύοντας, ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Δημοκρατία

Ηταν η ίδια εποχή που «ζητιανεύοντας» έβγαζε τα προς το ζην ο Μάρκος Βαμβακάρης. Επαιζε μπουζούκι στα καφενεία και στις ταβέρνες και άπλωνε το τσίγκινο πιατάκι για το «ό,τι έχετε ευχαρίστηση». Πέρασε μισός αιώνας. Η χώρα έδειχνε ότι είχε προκόψει, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι οι λογαριασμοί δεν ήταν σωστοί. Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, ο κόσμος δεν τους χωράει όλους. Κάποιοι περισσεύουν. Προϊόντος του χρόνου και καθώς από τη δεκαετία του ’60, που λέγαμε, έχει περάσει μισός αιώνας, είναι εμφανές ότι αυτοί οι «κάποιοι» που περισσεύουν γίνονται όλο και περισσότεροι. Η αστική δημοκρατία, η ελεύθερη οικονομία δεν μπορούν να τα φέρουν βόλτα. Δεν υπάρχουν δουλειές για όλους. Δεν υπάρχουν λεφτά για κοινωνικό κράτος. Δεν μπορούν να λυθούν τα νέα προβλήματα που εμφανίζονται. Το αδιέξοδο χτυπάει και την πόρτα της Ευρώπης. Για τα καλά. Η φτώχεια δεν βρίσκεται στην τηλεόραση. Είναι μπροστά μας. Είναι δίπλα μας. Από βαγόνι σε βαγόνι.