Επί 37 χρόνια, στον αριθμό 10 της οδού Σολφερίνο, στο 7ο Διαμέρισμα του Παρισιού, χτυπούσε η καρδιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Με τον Φρανσουά Μιτεράν στο τιμόνι, το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα είχε πάρει τα σκήπτρα από το γερμανικό SPD που – με την ανάμνηση της «οστ πολιτίκ» του Βίλι Μπραντ – περίμενε να κλείσει ο μεγάλος κύκλος των χριστιανοδημοκρατών του Χέλμουτ Κολ, ώστε να αναλάβουν εκ νέου τα ηνία. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 από την οδό Σολφερίνο έβγαιναν πιο μεγάλες ειδήσεις ακόμη και από το Ελιζέ. Η πώληση της έδρας των γάλλων σοσιαλιστών, πέρυσι τέτοιον καιρό, επισφράγισε την ιστορική παρακμή ενός κόμματος που σημάδεψε την ευρωπαϊκή μεταπολεμική σκηνή, αλλά για τους περισσότερους σηματοδότησε ένα τέλος εποχής που καταγράφεται γενικότερα για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η συρρίκνωση του γερμανικού σοσιαλιστικού κόμματος έπειτα από αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες και το φάντασμα το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα δίνουν έναν δραματικό τόνο στην εικόνα του μεγάλου σοσιαλιστικού αδιεξόδου. Λίγα χρόνια νωρίτερα όλα αυτά θα φαίνονταν αδιανόητα ακόμη και σε εκείνους που είχαν σημάνει συναγερμό για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη και αυτοί, ωστόσο, δεν ανησυχούσαν ότι το τέλος της Ιστορίας που έβλεπε ο Φράνσις Φουκουγιάμα μπορεί να μην περιοριζόταν σε όσους κινούνταν στην ανατολική πλευρά του Τείχους.
Στα καθ’ ημάς, το ΠΑΣΟΚ που μπήκε πρώτο στον χορό της κρίσης, επέστρεψε στην ιστορική έδρα της Χαριλάου Τρικούπη, αλλά στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται πουθενά. Στη Βουλή υπάρχει η Δημοκρατική Συμπαράταξη, στην Ευρωβουλή η Ελιά και στα λοιπά πεδία κινείται το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο περιφέρεται από έδρα σε έδρα για τις συνεδριάσεις του. Ο νεολογισμός του pasokification κάνει την εικόνα ακόμη πιο μελαγχολική. Οσοι αναζητούν αντίδοτο σε αυτή την κατάσταση, ψάχνουν πρώτα απ’ όλα τις αιτίες που τη διαμόρφωσαν. Αλλά άκρη δεν βγάζουν. Ούτε καν η σκέψη που διατύπωσε το 1990 η Μελίνα Μερκούρη μπροστά στον Ανδρέα Παπανδρέου – «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πια!..» – αποτελεί απάντηση. Η Μελίνα αναφερόταν απλώς σε μια εκλογική ήττα. Φταίει άραγε το Μνημόνιο και η συνταγή της ακραίας λιτότητας που έφερε τη ραγδαία συρρίκνωση; Προφανώς ευθύνεται, αλλά οι Γάλλοι σοσιαλιστές που δεν υπέγραψαν κανένα Μνημόνιο γιατί εξατμίζονται; Είναι απότοκος η μεγάλη φθορά της συνεργασίας με τους διαχρονικούς πολιτικούς αντιπάλους; Για αρκετούς μέχρι πρότινος ψηφοφόρους προφανώς η συμπόρευση με τους συντηρητικούς είναι ασυγχώρητη – και το βαρύ τίμημα που καταβάλλει το SPD ως «δεκανίκι» της Μέρκελ αποτελεί ένα πρόσθετο επιχείρημά τους. Αλλά και πάλι, οι γάλλοι σοσιαλιστές που συγκρούστηκαν και συγκρούονται μετωπικά με τους γκολικούς, γιατί συρρικνώθηκαν; Οι δικοί τους ψηφοφόροι, μάλιστα, δεν αναζήτησαν πολιτική διέξοδο σε έναν αριστερό ριζοσπαστισμό, αλλά σε κεντρώες επιλογές.
Η σύγχυση ακόμη και για τις αιτίες της μεγάλης φθοράς αποκαλύπτει, ουσιαστικά, ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν ψάχνει πλέον τη χαμένη αίγλη και τις στρατιές των οπαδών, αλλά πρωτίστως τη χαμένη ταυτότητά της. Οταν ο Μιτεράν δημιούργησε το στρατηγείο της οδού Σολφερίνο κι όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε ως ορμητήριο το εξαώροφο κτίριο της Χαριλάου Τρικούπη, η σοσιαλδημοκρατία είχε κινηματικά χαρακτηριστικά και διεκδικούσε την εξουσία, επιδιώκοντας ή προτείνοντας μια ανατροπή μοντέλου. Η πολιτική σύγκρουση είχε ιδεολογικοπολιτικό βάθος και μπορούσε ταυτόχρονα να υποδεικνύει κι έναν τρίτο δρόμο για την Ευρώπη και τον κόσμο, ανάμεσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα που συντηρούσαν Ουάσιγκτον και Μόσχα. Αν κάτι λείπει σήμερα από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι μια πρόταση εξουσίας που να κινητοποιεί. Μακριά από τις εξουσιαστικές δομές, ο χώρος που ταυτίζεται με την Κεντροαριστερά, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε παρακολούθημα. Μια νέα κυβερνητική πρόταση, ένα διαφορετικό σχέδιο εξουσίας με σαφές ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, ίσως αποτελεί τελικώς το μοναδικό αντίδοτο στη φθορά. Το παράδειγμα του Ισπανού Πέδρο Σάντσεθ κινείται σε αυτές τις ράγες.